πολλοστός
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ή, όν (formed from πολύς on the analogy of εἰκοστός, τριακοστός, etc.),
A far on in the ordinal series first, second, third, etc., π. ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξῃ, i. e. far from the most eminent of the Syracusans, Isoc.5.65; κίνησις… δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστὴν τοσούτων, i.e. infinitely less important, Pl.Lg.896b; πότερον… τὰ σκληρότατα… ἢ… τὰ πολλοστὰ σκληρότητι; things far down in descending order of hardness, Id.Phlb.44e; αἱ π. ἡδοναί, opp. αἱ ἀκρόταται καὶ σφοδρόταται, ibid. Adv., δευτέρως καὶ -στῶς λέγοιντ' ἄν much less properly, opp. κυρίως, Arist.EN1176a29; [ὑγείας] πρώτως μὲν θεοί, δευτέρως δὲ ἢ καὶ π. ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν Herm. in Phdr.p.90 A.; but τὸ π. εἰπεῖν using many alternative names for the same thing, D.H.Rh.11.9. 2 with ἀπό, remote, τρίται καὶ π. ἀπὸ [τῆς Νυκτός] Herm. in Phdr.p.144 A.; ἀπὸ τῆς δημιουργίας Iamb. Myst.3.28; ἀπὸ τῆς οἰκείας ἀρχῆς Procl.Inst.110; ἀπὸ τῶν θεῶν, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος, ib.119, 181. 3 π. μέρος or μόριον, a fraction with one for numerator and with a large denominator, i. e. a small fraction, π. τι μέρος And.2.8, cf. X.Mem.4.6.7; π. μόριον Th.6.86: freq. with a neg., οὐδὲ [τὸ] π. μέρος Lys.14.46, cf. Is.1.34; μηδὲ πολλοστὸν ἐξευρίσκειν τινῶν Phld.Rh.1.210S. 4 of Time, π. ἔτει in the last of many years, i.e. after many years, Cratin.Jun.9; π. χρόνῳ after a very long time, Ar.Pax559, D.24.196, 57.18, Men.329. II in later Gr., = πολύς, πολλοστὸς ἔργοις one that has done a great deal, LXX 2 Ki.23.20, cf. Pr.5.19.
German (Pape)
[Seite 658] 1) einer von vielen; πολλ. ὢν τῶν Συρακοσίων, einer von vielen der Syrakusier, d. i. ein gemeiner, geringer Syrakusier, Isocr. 5, 65. Daher gering, klein, ἡδοναί, Plat. Phil. 44 e; bes. τὸ πολλοστὸν μέρος, Lys. 14, 29; πολλ. μέρος, ὧν προσεδοκᾶτε, 19, 38; bes. mit der Negation, οὐδὲ πολλοστὸν μέρος, auch nicht das Geringste, Lys. 14, 46. 19, 34, wie Pol. 15, 11, 10; οὐδὲ πολλ. μέρους ἀξιοῦν, Is. 1, 34. – Auch τὰ πολλοστὰ σκληρότητι, Plat. Phil. 44 e, das am wenigsten Harte. – 2) von der Zeit, πολλοστῷ ἔτει, in den letzten von vielen Jahren, d. i. nach vielen Jahren, πολλοστῷ χρόνῳ, Dem. 24, 196, nach langer Zeit; vgl. Ar. Pax 551 u. Mein. Men. p. 116. – 3) Bei Sp., wie LXX., = πολύς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
un d’entre plusieurs, qui est une partie d’un tout : πολλοστὸν μέρος XÉN, πολλοστὸν μόριον THC partie minime.
Étymologie: πολύς.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πολλοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.)
νεοελλ.
τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά»)
αρχ.
1. ένας από τους πολλούς («πολλοστός ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξη», Ισοκρ.)
2. (με την πρόθεση από) ο πολύ απομακρυσμένος, απώτατος («πολλοστὸς ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος», Πρόκλ.)
3. πολύς σπουδαίος («ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστός ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ», ΠΔ)
4. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη
5. φρ. α) «τὰ πολλοστὰ σκληρότητι» — τα πάρα πολύ σκληρά (Πλάτ.)
β) «πολλοστὸν μέρος» ή «πολλοστὸν μόριον» — κλάσμα που έχει αριθμητή τη μονάδα και παρονομαστή μεγαλύτερο αριθμό
γ) «πολλοστῷ ἔτει» ή «πολλοστῷ χρόνῳ» — μετά από παρέλευση πολλών ετών
δ) «τὸ πολλοστὸν λέγω» — μεταχειρίζομαι διαδοχικά πολλά ονόματα.
επίρρ...
πολλοστῶς Α
κατά πολύ μικρότερο βαθμό ή σε πολύ κατώτερη σειρά («πρώτως μὲν θεοί, δευτέρως δὲ ἢ καὶ πολλοστῶς ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν», Ερμεί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. -στός τών τακτικών αριθμητικών (πρβλ. εικο-στός, ποσο-στός)].
Greek Monotonic
πολλοστός: -ή, -όν (πολλός, πολύς)·
1. ένας από τους πολλούς, Λατ. unus e multis, δηλ. ο μικρότερος, ελάχιστος, σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., δευτέρως καὶ πολλοστῶς, σε πολύ μικρό βαθμό, σε Αριστ.
2. λέγεται για χρόνο, πολλοστῷ χρόνῳ, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πολλοστός:
1) составляющий весьма малую долю, малейший, мельчайший (μόριον Thuc.; μέρος Xen.): τὰ πολλοστὰ σκληρότητι Plat. наименее твердые (тела);
2) один из многих, т. е. рядовой, обыкновенный: π. ὢν τῶν Συρακοσίων Isocr. простой сиракузец;
3) продолжительный, долгий: πολλοστῷ χρόνῳ Arph., Dem., Men. спустя долгое время.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλοστός -ή -όν [πολύς, -στος ~ εἰκοστός ‘twintig-st’, enz.] rangtelwoord: ‘veelst’, zowel aflopend (‘minst’) als oplopend (‘meest’) aflopend verreweg het minst:; οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἴρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν ik heb nog geen fractie ( lett. niet het kleinste deel) verteld van het kwaad dat zij hebben aangericht Lys. 14.46; τὰ πολλαστὰ σκληρότητι de zaken die het minst hard zijn Plat. Phlb. 44e; τὰς πολλαστὰς ἡδονάς de kleinste genietingen Plat. Phlb. 44e; adv. πολλοστῶς op de laatste plaats. Aristot. EN 1176a29. oplopend verreweg het meest; van tijd. πολλοστῷ χρόνῳ heel lang geleden Aristoph. Pax 559.
Middle Liddell
πολλοστός, ή, όν πολλός, πολύς
1. one of many, Lat. unus e multis, i.e. the smallest, least, Thuc., etc.:— adv., δευτέρως καὶ πολλοστῶς in a very small degree, Arist.
2. of Time, πολλοστῷ χρόνῳ after a very long time, Ar., Dem.