θύσανος

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ὁ</b>" to "ῠ], ὁ")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύσᾰνος Medium diacritics: θύσανος Low diacritics: θύσανος Capitals: ΘΥΣΑΝΟΣ
Transliteration A: thýsanos Transliteration B: thysanos Transliteration C: thysanos Beta Code: qu/sanos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A tassel: mostly in pl., tassels, fringe, Hom. (only in Il.), of the tassels of the αἰγίς, 2.448; ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ 14.181, cf. Hes.Sc.225, Hdt.4.189; οἱ τῆς ὀθόνης θ. Ach.Tat.5.24; πέπλος ἄχρι τῶν θ. πεποικιλμένος Them.Or.18.222c; of the tufts of the golden fleece, Pi.P.4.231; of the long arms of the cuttle fish, Opp.H.3.178; δικτυωτὸς θ. D.S.18.26. (Possibly connected with θύσσομαι, θύω.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der αἰγίς, Il. 2, 448, an der ζώνη, 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; δικτυωτός D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.

Greek (Liddell-Scott)

θύσᾰνος: ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κροσσοί, κροσσωτὸν κόσμημα, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· θύσανος δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, ἕνεκα τῆς συνεχοῦς κινήσεως).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
frange, bordure.
Étymologie: θύω².

English (Autenrieth)

pl., tufts, tassels, fringe. (Il.)

English (Slater)

θῠςᾰνος
   1 fringeκῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)

Greek Monolingual

ο (Α θύσανος)
άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, κροσσός, κρόσσι, φούντα
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) ένας από τους τέσσερεις πρωτεύοντες τύπους στους οποίους διακρίνονται τα νέφη
2. βοτ. τύπος νηματώδους ταξιανθίας
αρχ.
στον πληθ. οἱ θύσανοι
(για την αιγίδα ή τη ζώνη της Αθηνάς) κροσσωτό κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε ΙΕ dhudh-, παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας dhu- «σείω», απ' όπου προέκυψε αμάρτυρος τ. θύθ- που συνδέεται με το λεττον. duša «δεμάτι άχυρο» και το αρχ. ινδ. dudhi «ορμητικότητα». Από τον τ. θύθ- προέκυψε μέσω ενός επίσης αμάρτυρου τ. θύσσα και με την κατάλ. -ανος ο τ. θύσανος. Πάντως παραμένει δυσερμήνευτη η απλοποίηση του διπλού -σσ-, δεδομένου μάλιστα ότι η παρουσία του στο παρ. θυσσανόεις επιβάλλεται από μετρικούς λόγους, ενώ και η γλώσσα του Ησυχίου θύσσεται
τινάσσεται, που ενισχύει την ανωτέρω υπόθεση είναι επίσης αμφίβολη.
ΠΑΡ. θυσανώδης, θυσανωτός
αρχ.
θυσ(σ)ανόεις, θυσανηδόν
νεοελλ.
θυσανία, θυσανώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θυσανοειδής, θυσάνουρος
νεοελλ.
θυσανοβόστρυχος, θυσανόβοτρυς, θυσανόμορφος, θυσανόπτερα, θυσανόστρωμα, θυσανοσωρείτης].

Greek Monotonic

θύσᾰνος: [ῠ], ὁ (θύω Β), φούντα, στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θύσᾰνος: (ῠ) ὁ
1) преимущ. pl. бахрома, кисть, подвески (φαεινοί Hes.; ἱμάντινοι Her.; δικτυωτός Diod.): ζώνη ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. пояс, украшенный сотней подвесок;
2) пучки шерсти: χρύσεος θ. Pind. пряди золотого руна.

Middle Liddell

θύ˘σᾰνος, ὁ, [θύω2]
a tassel, in pl. tassels, fringe, Hdt.; of the tufts of the golden fleece, Pind.