κάτοχος
English (LSJ)
ον, (κατέχω)
A holding down, γῆ Tab.Defix.101.1 (iv B.C.); κ. λίθοι, of sepulchral stones, Hsch.; κ. alone, tombstone, IG3.1425a; also, οἰκουμένης κ., of ocean, Secund.Sent.2. 2 holding fast, μοχλοί LXX Jn.2.7; δεσμοί Plu.2.321d; φάρμακα κ. τῶν ἐμβρύων drugs which prevent miscarriage, Aët. 16.21; retentive, of memory, Plu. Cat.Mi.1; secure, κτῆσις κ. καὶ βέβαιος D.H.Isoc.9. 3 possessing, inspiring, Μοῦσα Asp. ap. Ath.5.219d; in magic, inhibiting, Ἑρμῆς Tab.Defix.89.2 (iv B.C.), al. II Pass., kept down, held fast, κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ A.Pers.223 (troch.); overpowered, overcome, ὕπνῳ S. Tr.978 (anap.); subject, Ἄρει E.Hec.1090 (lyr.). 2 possessed, inspired, δαίμονί τινι Arist.Mir.846b24; τῷ Σαβαζίῳ Iamb.Myst. 3.9; ἐκ θεοῦ Plu.Rom.19, etc.; ἐκ τοῦ θείου Arr.An.4.13.5; ἐκ Μουσῶν Luc.Hist.Conscr.8; ἐξ Ἄρεως Polyaen.1.20; ἐκ πυξίου Luc.Ind. 15; στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κ. δινεύοντες Hld.4.17, cf. 8.11, 10.9; also perh. of cloistered worshippers, recluses, οἱ κ. οὐρανίου Διός OGI262.25 (Baetocaece, iii A.D.), cf. CIG4475 (ibid., iii A.D.): abs., Cleanth.Stoic.1.123; ἐν ἱεροῖς κ. Vett. Val.73.24. 3 cataleptic, of disease, Hp.Prorrh.1.92, cf. Gal.16.696. b suffering from catalepsy, Id.9.189. III Subst. κάτοχος, ὁ, handle of a τρύπανον, Hsch. s.v. κατωχάνης: pl. κάτοχα, Id. 2 bandage, Gal.18(1).785. 3 inhibitory spell, PMag.Par.1.1052, 2.162, Tab.Defix.Aud.187.55. 4 pl., processes on the second cervical vertebra, Poll.2.132. IV Adv. κατόχως retentively, of the memory, Hermipp.21. 2 in fast colours, βεβάφθαι AB237. 3 as if possessed, Ael.VH3.9, Poll.1.16. 4 accompanied by catalepsy, Hp.Coac.570, al.
German (Pape)
[Seite 1406] 1) festgehalten; γαίᾳ κάτοχα Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον γένος Eur. Hec. 1090; ἐκ θεοῦ κάτοχος Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. κατοχή); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ κάτοχος. – 2) akt., festhaltend; καὶ μνημονικός Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος θυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll . 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ θεοῦ κατόχως ἐνθουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφθαι ib. 237, 14.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοχος: -ον, (κατέχω) κρατῶν κάτω, χαμηλά, γῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 538· κ. λίθοι, «οἱ ἐπὶ μνήμασι τιθέμενοι» Ἡσύχ.· ἴσως τὸ κάτοχος ἐφαρμόζεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (χθόνιον) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 539, ἔνθα ἴδε Böckh. 2) κρατῶν ἰσχυρῶς, συγκρατῶν, συνέχων ἐπὶ τῇ μνήμῃ, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· κτῆσις κ. καὶ βέβαιος Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 8· δεσμὸς Πλούτ. 2. 321D. 3) κατέχων, ἐμπνέων, Μοῦσα Ἀσπασ. παρ’ Ἀθην. 219D. ΙΙ. Παθ., κρατούμενος κάτω, κρατούμενος ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 223· κατεχόμενος, ἡττώμενος, ὕπνῳ Σοφ. Τρ. 978· ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος, Ἄρει Εὐρ. Ἑκ. 1090. 2) κατεχόμενος, ἐμπνεόμενος, θεόπνευστος, ὡς οἱ προφῆται καὶ οἱ ἐνθουσιῶντες ἢ οἱ ἔνθεοι, δαίμονί τινι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 166· ἐκ θεοῦ Πλουτ. Ρωμ. 19· ἐκ τοῦ θείου Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 9· ἐκ Μουσῶν Πολυδ. Δ΄, 52, Α΄, 15, πρβλ. κατέχω Α. ΙΙ. 10· ἀλλά, 3) οἱ κάτοχοι Διός, ἁπλῶς οἱ λατρεύοντες αὐτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, 60., 4475, καὶ Ἡσύχ. «κάτοχοι· οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἑρμοῦ». ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. κάτοχος, ὁ, τὸ δι’ οὗ κρατεῖ τις, ἡ λαβή, Ἡσύχ.· πληθ. κάτοχα, ὁ αὐτ., πρβλ. κατωχάνης. 2) ἡ κάτοχος, = κατοχὴ ΙΙ. 3, «κατόχους καὶ κατεχομένους ἐκάλουν αὐτοὺς οἱ παλαιοί, κατοχὴν δὲ καὶ κατάληψιν οἱ νεώτεροι τὸ πάθος ὀνομάζουσιν» Γαλην. 8. 230. 3) ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τῶν τραχηλικῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 132. β) ψῆφος πρὸς ἀρίθμησιν ἢ ὑπολογισμόν, Ἡσύχ. IV. Ἐπίρρ. κατόχως, μνημονικῶς, μὲ πιστότητα, ἐπὶ τῆς μνήμης, Ἕρμιππ. ἐν «Δημ.» 1, πρβλ. Α. Β. 107. 2) ὡς εἰ κατεχόμενος, θεόπνευστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 9, Πολυδ. 3) ὡς εἰ ἐν καταληψίᾳ διατελῶν, Ἱππ. 213C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui retient solidement (lien);
2 fig. qui retient bien, qui a bonne mémoire;
II. 1 retenu solidement : ὕπνῳ SOPH par le sommeil ; soumis à : τινι à qqn;
2 particul. possédé, inspiré : Ἄρει EUR possédé d’Arès, càd belliqueux ; ἐκ θεοῦ PLUT inspiré par la divinité.
Étymologie: κατέχω.
Spanish
que refrena, que inhibe, práctica de control , fórmula de control
Greek Monolingual
ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, -ον) κατέχω
νεοελλ.
αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος της γερμανικής γλώσσας»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας» β. «γίνεται τῶν διαβάσεων κάτοχος», Θεοφύλ.Σ.)
αρχ.
1. αυτός που κρατά κάποιον κάτω («κάτοχος γῆ»)
2. αυτός που κρατά στερεά, που συνέχει («κατέβην εἰς γῆν ἧς οἱ μοχλοί αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι», ΠΔ)
3. αυτός που έχει γερό μνημονικό
4. ασφαλής («κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος», Διον.Αλ.)
5. αυτός που δίνει θεϊκή έμπνευση
6. (για θεούς) αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος για να εξουδετερώσει μάγια
7. αυτός που κρατιέται κάτω ή ισχυρά («τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχ' ἀμαυροῡσθαι σκότῳ», Αισχύλ.)
8. αυτός που διατελεί υπό το κράτος κάποιου, υποκείμενος, κυριευμένος, υποταγμένος (α. «οὐ μὴ 'ξεγερεῑς τὸν ὕπνῳ κάτοχον», Σοφ.
β. «εὔκοπον Ἄρει κάτοχον γένος», Ευρ.)
9. (για νόσο) καταληπτικός
10. αυτός που πάσχει από καταληψία
11. το αρσ. ως ουσ. ὁ κάτοχος
α) ο λίθος που τίθεται πάνω σε μνημείο
β) η λαβή, το χερούλι
γ) η άγκυρα
δ) ο επίδεσμος
ε) μαγεία, ξόρκι, επωδή
στ) στον πληθ. οἱ κάτοχοι
οι προεξοχές του δεύτερου τραχηλικού σπονδύλου.
επίρρ...
κατόχως (Α)
1. με μνημονικό τρόπο
2. με ανεξίτηλα χρώματα
3. σε κατάσταση δυνατής θεϊκής έμπνευσης («ἅτε ἐκ θεοῡ κατόχως ἐνθουσιῶντα», Αιλ.)
4. με συνοδεία καταληψίας.
Greek Monotonic
κάτοχος: -ον (κατέχω),
I. αυτός που κρατά κάτι προς τα κάτω, που κρατά σφιχτά, συνεκτικός, ανθεκτικός, σε Πλούτ.
II. Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα κάτω, είναι δεμένος σφιχτά, υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· κάτοχος υποτελής σ' αυτόν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κάτοχος:
1) крепкий, прочный (δεσμός Plut.);
2) крепко удерживаемый, связанный, скованный (γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.);
3) одержимый, вдохновляемый (Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.);
4) обуреваемый (τύφῳ Luc.);
5) захваченный, увлеченный (ὑφ᾽ ἡδονῆς Plut.);
6) крепко удерживающий в памяти, хорошо запоминающий (κ. καὶ μνημονικός Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτοχος -ον [κατέχω] act. goed van geheugen:. ἀναλαβὼν δὲ κάτοχος wat hij eenmaal opgenomen had, onthield hij goed Plut. CMi 1.6. pass. vastgehouden:; γαίᾳ κ. vastgehouden onder de aarde Aeschl. Pers. 223; in de greep van:; ὕπνῳ κ. in de greep van slaap Soph. Tr. 978; bezeten, in extase:; ἐκ θεοῦ κ. door een god bezeten Plut. Rom. 19.2; geneesk. kataleptisch.
Middle Liddell
κάτοχος, ον κατέχω
I. holding down, holding fast, tenacious, Plut.
II. pass. kept down, held fast, overpowered, overcome, Aesch., Soph.; κάτοχος subject to him, Eur.