μίμνω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἔμιμνον, Poet. redupl. pres. and impf. of μένω; Ep. dat. pl. part.
A μιμνόντεσσι Il.2.296; later Ep. impf. μίμνασκον Orph.L.108:— stay, stand fast, in battle, Il.13.713, 15.727, etc. 2 tarry, μετόπισθε μιμνέτω, ὥς κε κτλ. 6.69, etc. 3 of things, remain, σόα μ. Od. 13.364:—Med., κλέος… μίμνεται ἀθάνατον Epigr.Gr.265 (Crete). 4 of things, remain, be left for one, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμός A.Ag.1149, cf. 154 (lyr.). II c. acc., await, esp. an enemy's attack, οὐδ' ἄρα μιν μίμνον Il.5.94, etc.; of time, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν 9.662, etc.; πλόον ὡραῖον Hes. Op.630. 2 impers., μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς παθεῖν τὸν ἔρξαντα it awaits him to suffer, A.Ag.1563 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 187] poet. = μένω, bleiben; Hom. u. Hes., nur im praes. u. imperf., ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστιν ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι Il. 2, 296, μιμνέτω 19, 188; c. accus., erwarten, standhalten, bestehen, ὀξὺν ἄρηα Il. 17, 721, ἀνέρα 22, 38, öfter ἠῶ, die Morgenröthe erwarten; Aesch. Ag. 143; Eur. Med. 440; sp. D., wie Mel. 90 (V, 152).
Greek (Liddell-Scott)
μίμνω: σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ μένω (δηλ. μιμένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), καὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ μένω, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔδει νὰ ᾖ μακρά· διὸ εὕρηται μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μιμνόντεσσι, Ἐπικ. δοτ. πληθυντ. μετοχ. ἀντὶ μίμνουσι, Ἰλ. Β. 296. Μένω, μένω σταθερὸς ἐν τῇ μάχῃ, Ν. 713, Ο. 727, κτλ. 2) μένω, βραδύνω, μετόπισθεν μιμνέτω, ὥς κεν Ζ. 69, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, διαμένω σόα μ. Ὀδ. Ν. 364· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλέος... μίμνεται ἀθάνατον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 265. 4) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ὑπολείπομαι, παραμένω διά τινα, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, πρβλ. 154. ΙΙ. μετ’ αἰτ., περιμένω τινά, περιμένω τὴν ἐπίθεσιν αὐτοῦ, οὐδ’ ἄρα μιν μίμνον Ἰλ. Ε. 94, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπροσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, περιμένει πάθημα τὸν πράξαντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149. 2) ἐπὶ χρόνου, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν Ἰλ. Ι. 662, κτλ.· πλόον ὡραῖον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
I. intr.
1 rester à la même place;
2 durer, persévérer, continuer;
3 avec un suj. de chose μίμνει τινί τι ESCHL il reste qch à qqn ; avec un inf. pour suj. il reste à, etc.
II. tr. attendre, acc. ; particul. attendre de pied ferme, affronter, braver, acc..
Étymologie: p. *μιμένω, de la R. Μεν avec redoubl. ; cf. μένω.
English (Autenrieth)
see μένω.
English (Slater)
μίμνω μιμν ἀκάμ[ (supp. Snell) Δ. 4. f. 9.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μίμνω: σχηματισμένο με αναδιπλ. από το μένω (δηλ. μι-μένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), και χρησιμ. αντί μένω όταν η πρώτη συλλαβή έπρεπε να είναι μακρά· μιμνόντεσσι, Επικ. δοτ. πληθ. μτχ. αντί μίμνουσι·
I. 1. παραμένω, μένω όρθιος, καρτερικός, σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αναμένω, χρονοτριβώ, στο ίδ.
3. λέγεται για πράγματα, παραμένω, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, είμαι αφημένος για κάποιον, σε Αισχύλ.
II. με αιτ., περιμένω, προσδοκώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απρόσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, συμφορά περιμένει τον δράστη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μίμνω: (только praes. и impf.)
1) крепко стоять, твердо держаться (Αἴας δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔμιμνε Hom.);
2) давать отпор, стойко выдерживать (τινά, ἄνεμον καὶ ὑετόν Hom.);
3) оставаться, сохраняться: ἵνα τάδε τοι σόα μίμνῃ Hom. чтобы эти (сокровища) остались у тебя в сохранности; μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διός Aesch. пока остается на (своем) престоле Зевс;
4) ожидать, ждать (ἠῶ Hom.): πλόον ὡραῖον μ. Hes. выжидать благоприятного момента для отплытия; μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα Aesch. виновного ждет кара;
5) предстоять, угрожать (ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί Aesch.).
Middle Liddell
[formed by redupl. from μένω ( i. e. μι-μένω, cf. γί-γνομαι, πί-πτω), and used for μένω when the first syll.was to be long; μιμνόντεσσι, Ep. dat. pl. part. for μίμνουσι.]
I. to stay, stand fast, in battle Il.
2. to stay, tarry, Il.
3. of things, to remain, Od.: also to be left for one, Aesch.
II. c. acc. to await, wait for, Il., etc.:—impers., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα it awaits the doer to suffer, Aesch.