μηρός

Revision as of 13:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ,

   A thigh, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ drawing his sword from his thigh, where it hung, Il.1.190, cf. Od.11.231, al.; μηρὼ πληξάμενος, in sign of vehement agitation, Il.16.125; ἐπαίσατο τὸν μηρόν X.Cyr.7.3.6; τύπτειν Plb.15.27.11; τὸν μ. ἀλοῆσαι Plu.TG2; ἐπὶ μηρόν τινος beside it, LXX 4 Ki.16.14: in pl., Alc.Supp.11.6, A. Fr.135, 136.    2 thigh-bone, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.305, cf. Hp.Art.57, Gal.18(2).472; esp. of thigh-bones with flesh offered in sacrifice, μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460, al. (cf. μηρία) ; καταρρυεῖς μ. καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant.1011; θεοῖσι μηρὸν θύετε Eub.130; τίθεσο τὼ μηρὼ λαβών Ar.Pax1039.    3 generally, leg-bones, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103. (Cf. OIr. mīr 'piece', Lat. membrum, from mēmsro-, Skt. māmsám 'meat'.)

German (Pape)

[Seite 177] ὁ, der obere fleischige Theil des Schenkels bei Menschen u. Thieren, vgl. Il. 5, 305, ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, das Hüftgelenk, wo sich der Schenkel in der Hüfte dreht; φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, das Schwert von der Seite des Schenkels, an dem es herabhängt, ziehen, 1, 190, μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες, 4, 146, oft bei Angabe der Wunden erwähnt; παχύς, 16, 473; vgl. noch Od. 8, 135 φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστιν, μηρούς τε κνήμας τε, u. μηρὼ πληξάμενος 16, 125; μηρὸν παίσασθαι Xen. Cyr. 7, 3, 6; Pol. 15, 27, 11; Plut. Fab. 12. – Von Thieren bei Hom. nur in der Vrbdg μηρούς τ' ἐξέταμον, Il. 1, 460, wo es die Schol. auf Knochen deuten, 2, 423 Odyss. 12, 360, sie schnitten beim Opfer die Schenkel aus; vgl. μηρίον u. Soph. Ant. 998, vom Opfer, καταῤῥυεῖς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς. – Schenkel sind μηροί bei Aesch. frg. 121. 128; so Eur. κατὰ μηρῷ καλύψας, Bacch. 96, öfter, wie μηροῖς γυμνοῖσι, Andr. 599; τὸν μηρὸν ἔδει προβαλέσθαι τοὺς παῖδας, Ar. Nubb. 960, die Schenkel vor-, ausstrecken, wie τὼ μηρὼ ξυνέχειν, 953; Her. 3, 103 Schenkelmuskel, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα; μηρῶν καὶ κνημῶν vrbdt Plat. Tim. 74 e; Sp.; τὸν μηρὸν πατάξας Pol. 39, 2, 8, wie τύπτων 15, 27, 11; a. Sp., ὁ μηρὸς πατασσέσθω Luc. Rhet. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μηρός: -οῦ, ὁ, τὸ «μηρί», Λατ. femur, παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων: ἀκριβῶς περιγράφεται ἐν Ἰλ. Ε. 305, κατ’ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κατὰ τὸν ἁρμὸν τοῦ ἰσχίου καὶ ὅπου ὁ μηρὸς στρέφεται ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου· συχνὸν ἐν ταῖς φράσεσι, φάσγανον ἢ ἀορ. ἐρυσσάμενος, σπασσάμενος παρὰ μηροῦ, ἑλκύσας τὸ ξίφος ἀπὸ τοῦ μηροῦ, ὅπου ἐκρέματο, Ἰλ. Α. 190· μηρὼ πληξάμενος, εἰς ἔνδειξιν σφοδρᾶς ταραχῆς, Π. 125· οὕτως, ἐπαίσατο τὸν μηρὸν Ξεν. Κύρ. 7. 3, 6· τύπτειν, πατάσσει Πολύβ. 15. 27, 11, κτλ. 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ ζῴων, μόνον ἐν τῇ φράσει: μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε ἐν λέξ. μηρία)· παρ’ Ἡροδ. 3. 103, καθόλου, τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα· - πληθ., μηροὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ μηρία παρὰ Σοφ. ἐν Ἀντ. 1011· δυϊκ. μηρὼ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. cuisse : μηρῷ πληξάμενος IL s’étant frappé les deux cuisses, comme signe d’un trouble violent;
II. οἱ μηροί :
1 os des cuisses;
2 articulations des jambes (d’un chameau).
Étymologie: DELG lat. membra de *memsra de *mesra.

English (Autenrieth)

ham, upper part of the thigh; μηρὼ πλήσσεσθαι, to ‘smite the thighs,’ a gesture indicative of surprise or other excitement, Il. 12.162, Il. 16.125; of victims, μηροὺς ἐξέταμον, i. e. cut out the μηρία from the μηροί, Α , Od. 12.360.

English (Strong)

perhaps a primary word; a thigh: thigh.

English (Thayer)

μηροῦ, ὁ, the thigh: Homer down; the Sept. for יָרֵך.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μηρός, Μ καί μῆρος)
το τμήμα του κάτω άκρου το οποίο εκτείνεται από το ισχίο ή τη λεκάνη ώς το γόνατο
νεοελλ.
το ίδιο τμήμα στα πίσω άκρα τών ζώων
αρχ.
1. το οστό του μηρού
2. τα οστά της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mēms-ro- (με σίγηση του -s- προ του -r-) < ΙΕ ρίζα mē(m)s- «κρέας». Το αρχαιότερο περιληπτ. ουσ. μῆρα (πρβλ. κύκλος, -/-α) αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. membra «μέλη του σώματος» (< IE mē(m)s-r-a). Η λ. μηρός συνδέεται με αρχ. ιρλδ. mir «κομμάτι κρέας» και με λ. της ΙΕ οικογ. με σημ. «κρέας», πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa- και mās, γοτθ. minz, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso, τοχαρ. Β' misa. Ο μσν. τ. μῆρος με αναβιβασμό του τόνου προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών.
ΠΑΡ. μηρί(ον), μηριαίος
αρχ.
μηρίζω
νεοελλ.
μερί, μηρικός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μηροκήλη
αρχ.
μηροκαυτώ, μηροτραφής, μηροτυπής
μσν.
μηρόκλαστος
νεοελλ.
μηραλγία, μηροϊγνυακός. (Β' συνθετικό) αρχ. άμηρος, έμμηρος, εύμηρος, καλλίμηρος, σύμμηρος, φιλόμηρος.

Greek Monotonic

μηρός: -οῦ, ὁ,
1. μηρός, μπούτι, Λατ. femur, σε Όμηρ.
2. στον πληθ. μηρία, σε Όμηρ., Σοφ.
3. στον πληθ. επίσης, γενικά, τα οστά του μηρού, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μηρός: ὁ (dual. τὼ μηρώ, dat. τοῖν μηροῖν; dat. pl. μηροῖσιν)
1) бедро, ляжка (σκέλους μέρη μ., κνήμη, πούς Arst.): μηρὼ πληξάμενος Hom. хлопнув себя по бедрам; ἔνθα τε μ. ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Hom. там, где бедро вращается в тазовой кости, т. е. в вертлужном сочленении;
2) бедренный сустав Her.;
3) pl. Soph. = μηρία.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the upper fleshy part of the shank, shank (Il.; on the meaning cf. the discussion by Meuli Phyllobolia [Festschr. v. d. Mühll 1946] 215ff.; to this Frisk in AmJPh 71, 89f.).
Other forms: pl. μηροί m. and μῆρα n.
Compounds: Few compp. like μηρο-τραφής with fleshy schanks (Str., AP), σύμ-μηρος with the thights closed (Hp.).
Derivatives: μηρία n. pl. (-ίον sg. Posidon.) thigh-bones (Il.); μηρ-ιαῖος belonging to the shanks (X.; like νωτ-ιαῖος etc., Chantraine Form. 49); μηρίζω strike on the thigh (D. L.; after γαστρίζω), but δια-μηρίζω hold the thighs separated with -ισμός (Ar., Zeno), also κατα- μηρός id. (Suid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The old collective plur. μῆρα (Schwyzer 581, Schw.-Debrunner 37) can be identified with Lat. membra n. pl. bodyparts (Bezzenberger BB 1, 340 f.); basis then *mēms-r-ā. A nasalless form *mēs-r- however is as for OIr. mīr piece, bite also possible and phonetically rather to be preferred (cf. Schwyzer 282). The phonetically reminding Slav. word, e.g. Russ. myazdrá fleshy side of the skin is both in meaning and in form difficult to connect, s. Vasmer s. v. The basis would have been a word for flesh, IE *mēms(-o)- n. in Skt. māṃsá-, Goth. mimz etc.; besides with loss od the nasals (as in the word for moon; s. 2. μήν) IE *mēs- n. in Skt. mā́s-. -- (Not here μῆνιγξ (s. v.). -- Further forms in W.-Hofmann s. membrum; also WP. 2, 262 and Pok. 725. Older lit. in Bq.

Middle Liddell

μηρός, οῦ, ὁ,
1. the thigh, Lat. femur, in Hom.
2. in pl. = μηρία, Hom., Soph.
3. in pl. also, generally, the leg-bones, Hdt.

Frisk Etymology German

μηρός: {mērós}
Forms: pl. μηροί m. und μῆρα n.
Grammar: m.,
Meaning: der obere fleischige Teil des Schenkels, Schenkelbein (seit Il.; zur Bed. vgl. die Diskussion bei Meuli Phyllobolia [Festschr. v. d. Mühll 1946] 215ff.; dazu Rez. in AmJPh 71, 89f.).
Composita : Einzelne Kompp. wie μηροτραφής mit fleischigen Schenkeln (Str., AP u. a.), σύμμηρος mit zusammengehaltenen Schenkeln (Hp.).
Derivative: Wenige Ableitungen: μηρία n. pl. (-ίον sg. Posidon.) Schenkelstücke (ep. poet. seit Il.); μηριαῖος zu den Schenkeln gehörig (X. u.a.; wie νωτιαῖος usw., Chantraine Form. 49); μηρίζω an den Schenkeln schlagen (D. L.; nach γαστρίζω), aber διαμηρίζω die Schenkel auseinanderhalten mit -ισμός (Ar., Zeno), auch κατα- ~ ib. (Suid.).
Etymology : Der alte kollektive Plur. μῆρα (Schwyzer 581, Schw.-Debrunner 37) kann mit lat. membra n. pl. Körperglieder gleichgesetzt werden (Bezzenberger BB 1, 340 f.); Grundform dann *mēms-r-ā. Eine nasallose Form *mēs-r- ist aber wie bei air. mīr Stück, Bissen auch möglich und lautlich wohl vorzuziehen (vgl. Schwyzer 282). Das anklingende slav. Wort, z.B. russ. myazdrá Fleischseite des Felles ist sowohl begrifflich wie lautlich schwierig damit zu vereinigen, s. Vasmer s. v. Zugrunde läge dann ein Wort für Fleisch, idg. *mēms(-o)- n. in aind. māṃsá-, got. mimz u. a. m.; daneben mit Schwund des Nasals (wie im Wort für Mond; s. 2. μήν) idg. *mēs- n. in aind. mā́s-. — Eine parallele Ableitung mit n-Suffix ist in μῆνιγξ Hirnhaut (s. d.) vermutet worden. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei W.-Hofmann s. membrum; auch WP. 2, 262 und Pok. 725. Ältere Lit. auch bei Bq.
Page 2,230-231

Chinese

原文音譯:mhrÒj 姆羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:大腿 相當於: (יָרֵךְ‎)
字義溯源:大腿*。這字只用一次:那騎在白馬上的衣服與‘大腿’上,有名寫著說,萬王之王,萬主之主( 啓19:16)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 大腿(1) 啓19:16

English (Woodhouse)

thigh