ὀξίς
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ίδος, ἡ
A, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488 : hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812 ; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19 ; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509. 2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96. II = ὀξαλίς 11, Gal.11.631 (where ὀξύδα). III in pl., ὀξίδες = acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.
German (Pape)
[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ὀξίδος (ἡ) :
vase pour le vinaigre.
Étymologie: ὀξύς.
Greek Monolingual
ὀξίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό
2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον
3. το φυτό οξαλίδα
4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα
5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες
οι οξύτητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λεπ-ίς)].
Greek Monotonic
ὀξίς: -ίδος, ἡ (ὄξος), φιάλη ξιδιού, Λατ. acetabulum, σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξίς: ίδος ἡ1) уксусник (ὀ. χαλκῆ Arph.);
2) оксида (разновидность краба) Arph.;
3) Arph. = ὀξύβαφον.
Middle Liddell
ὀξίς, ίδος, ἡ, ὄξος
a vinegar-cruet, Lat. acetabulum, Ar.; applied to a diminutive person, Ar.