αγορά
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
η (Α ἀγορά)
1. απόκτηση κυριότητας σε κάτι έναντι χρημάτων
2. τόπος όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες
3. αυτό το οποίο αγοράζει κανείς, εμπόρευμα, προμήθεια
4. το σύνολο τών εμπορευμάτων ενός τόπου
νεοελλ.
1. αγοραστική αξία, το αντίτιμο δηλαδή που καταβάλλει κανείς για να αγοράσει κάτι
2. εμπορικό κέντρο, μαγαζιά
3. οι άνθρωποι που αποτελούν το εμπορικό αυτό κέντρο, οι έμποροι
4. δυνατότητα καταναλώσεως, βαθμός προσφοράς και ζήτησης
5. φρ. «ελεύθερη αγορά», αγοραπωλησία συναλλάγματος και ξένου νομίσματος σε ελεύθερες τιμές έξω από το χρηματιστήριο
«λαϊκή αγορά», τόπος πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης (κυρίως τροφίμων) σε χαμηλές τιμές
«μαύρη αγορά», διάθεση εμπορεύματος που σπανίζει σε παράνομα αυξημένη τιμή
«φιλανθρωπική αγορά», διοργάνωση αγοράς, τα κέρδη της οποίας διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς
αρχ.
1. κάθε συνάθροιση, συγκέντρωση και ιδιαίτερα του λαού (σε αντίθεση προς τη συνέλευση τών αρχόντων που αποκαλείται «βουλή», «θώκος»)
2. τόπος συγκεντρώσεως, συναθροίσεως (πρβλ. λατ. forum)
3. συγκέντρωση για αγώνες
4. ομιλία στην αγορά, δημόσια αγόρευση
5. φρ. «ἀγορὰ πλήθουσα», η ώρα από τις δέκα το πρωί έως τις δώδεκα το μεσημέρι, οπότε η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο
«ἀγορᾱς διάλυσις», το απομεσήμερο, οπότε διαλυόταν ο κόσμος από την αγορά
«ἐμβάλλω εἰς ἀγοράν», προσέρχομαι στην αγορά, δηλαδή είμαι πολίτης
6. στη Μυκηναϊκή η λέξη παρουσιάζεται με τον τύπο a-ko-ra και φαίνεται ότι δηλώνει ποιμενικό όρο, κάτι δηλαδή ανάλογο με το σύγχρονο ναξιακό μαζωμός, το οποίο παράγεται από το ρήμα μαζώνω (= μαζεύω, συγκεντρώνω, συνάζω, πρβλ. αρχ. ἀγείρω) και σημαίνει την ποιμενική εγκατάσταση, που λέγεται και «μάντρα», «μαντροκαθίσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγείρω. Η αρχική σημασία της λ. είναι «συνάθροιση λαού» καθώς και «ο τόπος συγκεντρώσεως». Αυτός ο τόπος αποτελούσε το πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης, όπου πήγαιναν οι πωλητές για να εξασφαλίσουν την πώληση τών προϊόντων τους. Έτσι η περιοχή τών συγκεντρώσεων έγινε και εμπορικό κέντρο. Η λ. αγορά επέζησε στη Νέα Ελληνική με τη σημασία του τόπου συγκεντρώσεως τών πωλητών και τών εμπορευμάτων.
ΠΑΡ. αγοράζω, αγοραίος, αγορεύω
αρχ.
ἀγορῆθεν, ἀγορήνδε, ἄγορος.
ΣΥΝΘ. ἀγορανόμος, νεοελλ. αγοραπωλητής].