συνουσία

From LSJ
Revision as of 09:23, 4 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσία Medium diacritics: συνουσία Low diacritics: συνουσία Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑ
Transliteration A: synousía Transliteration B: synousia Transliteration C: synousia Beta Code: sunousi/a

English (LSJ)

Ion. συνουσίη, ἡ: (συνών, συνοῦσα part. of σύνειμι):—A being with or being together, esp. for purposes of feasting or conversing, social intercourse, society, Hdt.6.128, A.Eu.285, S.OC647, etc.; κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ar.Nu.649; συνουσία τινός = intercourse with one, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ S.Fr.14; γυναικῶν συνουσία (with a play on signf. 4) Ar. Ec.110 = Trag.Adesp.51; ἡ τοῦ θείου συνουσία = communion with . ., Pl.Phd. 83e; τῆς νόσου ξυνουσίᾳ = by long intercourse with the disease, S.Ph.520; προϊούσης τῆς συνουσίας = as the conversation goes on, Pl.Tht.150d; συνουσίαν ποιεῖσθαι = hold conversation together, Id.Sph.217e, Smp.176e, al.; τὴν συνουσίαν διαλῦσαι Id.La.201c: pl., Isoc.4.45, Pl.Phd.111b, al.; ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, S.Ph.936. 2 οὐ λόγοις... ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ = but by habitual association, constant resort, Id.OC 63. 3 intercourse with a teacher, attendance at his teaching, μισθὸς τῆς συνουσίας X.Mem.1.2.60, cf. 6.11; ἡ πρὸς Σωκράτην συνουσίαν αὐτοῖν = their intercourse with Socrates, ib.1.2.13; ἡ περὶ γράμματα συνουσία τῶν μανθανόντων Pl.Plt.285c; ἡ σὴ συνουσία = intercourse with you, Id.Prt. 318a. 4 sexual intercourse, Democr.32, Pl.Lg.838a, X.Cyr.6.1.31 (v.l.), Epicur.Fr.62, etc.; ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία = the conjunction of man and woman Pl.Smp.206c (interpol.); ἀνδρῶν X.Oec.9.11; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία = passionate friendship between males Arist.Pol.1269b27; ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία = amorous connection Pl.Smp.192c; ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία Id.Lg.838e; of animals, copulation, Arist.HA630b35, al.; cf. σύνειμι (εἰμί sum) 11.2. II in concrete sense, a society, company, party, Hdt.2.78 (pl.), Pl.Smp.173a, Lg.672a; ἡ ἐν οἴνῳ ξυνουσία = συμπόσιον (symposium), Id.Lg.652a; αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσία = drinking-parties Isoc.1.32; πότοι καὶ συνουσίαι = drinking-bouts, drinking and social enjoyment Id.15.286; αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι = literary parties, conversazioni, Ar.Th.21; εἰς τὰς συνουσίας. . . παραλαμβάνουσι τὴν μουσικήν Arist.Pol.1339b22.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσία: Ἰων. -ίη, ἡ· (συνών, συνοῦσα μετοχ. τοῦ σύνειμι)· ― τὸ εἶναι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μάλιστα χάρις εὐωχίας ἢ συνομιλίας, συναναστροφή, σχέσις, κοινωνία, συνομιλία, Ἡρόδ. 6. 128, Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 648, κτλ.· κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649· σ. τινός, συναναστροφὴ μετά τινος, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 12, πρβλ. Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 289· γυναικῶν σ. (μετὰ παλαιᾶς ἐπὶ τῆς σημ. 4), ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 110· ἡ τοῦ θεοῦ σ., κοινωνία μετὰ τοῦ…, Πλάτ. Φαίδων 83D· ἡ σὴ ξ., ἡ μετὰ σοῦ σχέσις, συναναστροφή, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 318Α· ἡ τῶν καλῶν σ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Α, κτλ. κτλ.· οὕτω, τῆς νόσου ξυνουσία, ἕνεκα μακρᾶς μετὰ τῆς νόσου σχέσεως, Σοφ. Φιλ. 520· ὡσαύτως, ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν, ἡ σχέσις, ἡ συναναστροφὴ αὐτῶν μετὰ τοῦ Σωκράτους, Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2. 13· προϊούσης τῆς ξ., καθὼς ἡ συνομιλία προέβαινε, Πλάτ. Θεαίτ. 150D· σ. ποιεῖσθαι, ἔχειν συνομιλίαν, συναναστροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 217D, Συμπ. 176Ε, κ. ἀλλ.· σ. συγγενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672D· τὴν σ. διαλῦσοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 201C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀποσπ. 325, Ἰσοκρ 49Ε, συχν. παρὰ Πλάτ.· ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, Σοφ. Φιλ. 936. 2) οὐ λόγος..., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ, διὰ συνεχοῦς συναναστροφῆς, σχέσεως, Σοφ. Ο. Κ. 63. 3) ἀκρόασις τῶν μαθημάτων διδασκάλου, μισθὸς τῆς σ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60, πρβλ. 6. 11· ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Πλάτ. Πολιτικ. 285C 4) σαρκικὴ μῖξις, Λατ. coïtus, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ξ. Πλάτ. Συμπ. 206Ε· ἀνδρῶν Ξεν. Οἰκ. 9, 11· ἡ πρός τινα σ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 7· ἡ τῶν ἀφροδισίων σ. Πλάτ. Συμπ. 206C· ἡ τῆς παιδογονίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Ε· ― ἐπὶ ζῴων, ζευγάρωμα, ὀχεία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. σύνειμι ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, «συναναστροφή», δηλ. οἱ ἀποτελοῦντες τὴν συναναστροφήν, ἡ «συντροφιὰ» ἢ «παρέα», Ἡρόδ. 2. 78, Πλάτ., κλπ.· ἡ ἐν οἴνῳ σ., = συμπόσιον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 652Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 9Α· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 305· αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι, συναναστροφαὶ πεπαιδευμένων, conversazioni, Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· εἰς τὰς σ. ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικὴν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. existence en commun, d’où
1 relations habituelles, fréquentation, société ; ἡ τοῦ θείου συνουσία PLAT la fréquentation de la divinité ; ἡ πρὸς Σωκράτην συνουσία XÉN la fréquentation de Socrate ; fig. νόσου συνουσία SOPH l’habitude de la maladie, litt. le commerce habituel avec la maladie ; fréquentation d’un maître;
2 commerce intime, union;
II. réunion, société, compagnie.
Étymologie: σύν, εἰμί.

Spanish

cohabitación, relación sexual

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α
1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.)
2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα
νεοελλ.
οικολ. μικροοικοσύστημα το οποίο καταλαμβάνει έναν περιορισμένο χώρο, όπου μπορούν να παρατηρηθούν τροφικές αλυσίδες και διαδοχές συγκεκριμένων ειδών, όπως είναι π.χ. το σύνολο τών οργανισμών που καταλαμβάνουν ένα νεκρό δένδρο
αρχ.
1. συνομιλία
2. συναναστροφή, σχέση, επικοινωνία («ἡ τοῡ Θεοῡ ξυνουσία», Πλάτ.)
3. συντροφιά, παρέα
4. η ακρόαση τών μαθημάτων δασκάλου («ἡ περὶ γράμματα συνουσία τῶν μανθανόντων», Πλάτ.)
5. φρ. α) «αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι» — η συναναστροφή με μορφωμένους και καλλιεργημένους ανθρώπους (Αριστοφ.)
β) «ἠ ἐν οἴνῳ ξυνουσία» — το συμπόσιο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνουσία έχει σχηματιστεί από τον τ. συνοῦσα, θηλ. της μτχ. συνών του σύνειμι (βλ. και λ. ουσία)].

Greek Monotonic

συνουσία: Ιων. -ίη, (συνών, συνοῦσα, μτχ. του σύνειμι
I. 1. το να βρίσκεται κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, κοινωνική συναναστροφή, όμιλος, συνομιλία, συντροφιά, παρέα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἡ τοῦ θείου συνουσία, κοινωνία με τον θεό, μέθεξη της θεότητας, σε Πλάτ.· ομοίως, τῆς νόσου ξυνουσίᾳ, λόγω της μακράς συνύπαρξης με τη νόσο, σε Σοφ.· ἡ πρὸς Σωκράτην συνουσία αὐτοῖν, η συναναστροφή τους με τον Σωκράτη, σε Ξεν.· στον πληθ., ξυνουσίαι θηρῶν = οἱ ξυνόντες θῆρες, σε Σοφ.
2. σχέση μαθητή δασκάλου, ακρόαση παραδόσεων δασκάλου, σε Ξεν.
3. σαρκική επαφή, συνουσία, σε Πλάτ., Ξεν.
II. άτομα που αποτελούν μια συναναστροφή, παρέα, συντροφιά, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συνουσία: ион. συνουσίησύνειμι I]
1) общение, знакомство, посещение (τινός Plat. и πρός τινα Xen.): ἡ σὴ ξ. Plat. общение с тобою; κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Arph. любезный в обхождении; πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. утомленный постоянным общением с больным (Филоктетом);
2) сборище, общество, сходка, собрание Her., Isocr.: ἡ ἐν οἴνῳ σ. Plat. попойка, пиршество; ξυνουσίαι θηρῶν Soph. общество зверей;
3) беседа, собеседование: τὴν συνουσίαν διαλῦσαι Plat. прекращать беседу, т. е. расходиться; αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι Arph. ученые собеседования; προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. по мере того как развивается беседа;
4) посещение учителя, учение (ἡ περὶ γράμματα σ. Plat.; μισθὸς τῆς συνουσίας Xen.);
5) половые сношения, соитие Xen., Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσία -ας, ἡ [σύνειμι] het samenzijn:; ἄμοιρος εἶναι τῆς τοῦ θείου... συνουσίας verstoken zijn van het samenzijn met het goddelijke Plat. Phaed. 83e; omgang:; ἡ πρὸς Σωκρατὴν συνουσία αὐτοῖν hun beider omgang met Socrates Xen. Mem. 1.2.13; seks.: ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία de seksuele omgang van man en vrouw Plat. Smp. 206c. bijeenkomst:; συνουσίαν ποιεῖσθαι een bijeenkomst houden Plat. Smp. 176e; spec. banket, drinkpartij:. ἡ ἐν οἴνῳ σ. het drinkgelag Plat. Lg. 652a.

Middle Liddell

συνουσία, ἡ, [συνών, συνοῦσα] part. of σύνειμι
I. a being with, social intercourse, society, conversation, communion, Hdt., attic; ἡ τοῦ θείου ς. communion with the divinity, Plat.; so, τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with the disease, Soph.; ἡ πρὸς Σωκράτην ς. αὐτοῖν their intercourse with him, Xen.; in pl., ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, Soph.
2. intercourse with a teacher, attendance on his lectures, Xen.
3. cohabitation, Plat., Xen.
II. a society, company, party, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

attendance, company, dealings, intercourse, party, society, coming together, fellowship, sexual intercourse, social gathering, social intercourse, social party

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)