οφρύς

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς)
1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που το καλύπτει, το φρύδι
2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» — το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η χαρακτηριστική καμπύλη ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο μέρος του, δηλ. την κορυφή, από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του
2. στρ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή ολόκληρο το έδαφος μέχρι τις υπώρειες
3. ναυτ. νέφος με σκούρο χρώμα που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή καταιγίδα
4. ωκεαν. η γραμμή στην οποία περατώνεται προς τα επάνω η χαίτη κάθε κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το μήκος του
5. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας ορχιδίδες
αρχ.
1. καταφρόνηση, έπαρση, υπεροψία
2. κρηπίδωμα, ανάχωμα («ὀφρὺς ἀπότομος», Πολ.)
3. απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)
4. επιστύλιο
5. (κατ' επέκτ.) η παραλία («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
6. είδος φυτού
7. συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρ. νεύω προκειμένου να δηλωθεί συναίσθημα, ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή συναίνεση σχετικά με κάποιο συμβάν (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», Ομ. Οδ.
β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν», Αριστοφ.
γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν δεινά», Αριστοφ.)
8. φρ. «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — χαλαρώνω τα φρύδια μου, ηρεμώ ή αποκτώ χαρούμενη έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀφρύς ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhrū- «φρύδι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. bhrūh, αρχ. ιρλδ. forbru, αγγλοσαξ. brū (πρβλ. αγγλ. brow, γερμ. Braue), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (πρβλ. αρχ. σλαβ. brŭvi, λιθουαν. bruvis, αρχ. νορβ. brūn, αβεστ. brvat-, μακεδονικό ἀβροῦτες
ὀφρῦς). Το αρκτικό ὀτου τ. ὀφρύς αποτελεί, κατά μία άποψη, προθεματικό φωνήεν (πρβλ. και τον τ. ἀβροῦτες). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η οποία στηρίζεται στην παρουσία σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (πρβλ. αγγλ. eye-brow, γερμ. Αuge-brauen), η λ. ὀφρύς (< ὀπφρυς) είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ὀπ του ὄπωπα (πρβλ. όμμα). Η λ. ὀφρύς απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀφρυάδας, Ὄφρυλλος και πιθ. στο μυκηναϊκό reukoroopu2ru = Λευκό-οφρυς.
ΠΑΡ. αρχ. οφρυάζω, οφρυαία, οφρυγνά, οφρύη, οφρυόεις, οφρυούμαι, οφρυώ, οφρυώδης
μσν.
οφρύδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οφρυανασπίδης, οφρύκνηστον, οφρυόσκιος. (Β' συνθετικό) λεύκοφρυς, σύνοφρυς
αρχ.
αντόφρυς, δάσοφρυς, ένοφρυς, εύοφρυς, ίσοφρυς, κυάνοφρυς, λασίοφρυς, λυκόφρυς, μελάνοφρυς, μεσόφρυς, μίξοφρυς, υπέροφρυς, χρύσοφρυς.