σπαθάω
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
in weaving, A strike the woof with the σπάθη (q.v.), σ. τὸν ἱστόν make the web close and strong, Philyll. 12, cf. Poll.7.36:—Pass., metaph., συλλαβαὶ πολλοῖς γράμμασιν ἐσπαθημέναι close-packed, Phld.Po.2.41. II θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς" you are laying it on too thick, a cant phrase for 'playing ducks and drakes with' money (perhaps with a play on signf. 1), Ar.Nu.55; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σ. Diph.43.27; σ. τὰ χρήματα Plu.Per.14; τάλαντα σ. Luc.Cat.20, cf. Philostr.VA 5.38, Alciphr.3.34; ἐσπαθᾶτο ταῦτα καὶ ἐδημηγορεῖτο, expld. by Sch. as = ἐδαψιλεύετο, these were the prodigalities indulged in, thus were all advantages squandered away, D.19.43. 2 = ἀλαζονεύομαι, Men.347. III σ. τὰ μεγάλα τῶν φυτῶν prune plants, Philostr.Im.2.17.
German (Pape)
[Seite 915] den Zettel oo. Einschlag beim Weben mit der σπάθη schlagen, Philyll. bei Poll. 10, 126; Schol. Ar. Nubb. 54. 56; – übtr., verzetteln, vergeuden; Ar. a. a. O.; τὰ χρήματα, Plut. Pericl. 14; πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων συγκεχυμένως καὶ ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται, Superst. 7, vgl. Alciphr. 3, 34. 65; schlemmen, prassen, viel, übermäßig essen, σπαθήσεις δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, du wirst dich des Tages zwei- od. dreimal voll essen, Luc. Luct. 17, v. l. δυσπαθήσεις; – anzetteln, einfädeln, anstiften, διὰ ταῦτ' ἐσπαθᾶτο ταῦτα, Dem. 19, 43; – σπαθᾶν φυτά, Gewächse beschneiden, und sie dadurch kleiner machen, Jac. Philostr. imagg. p. 496.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθάω: ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ ὕφασμα διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, ὅπως τὸ ὕφασμα γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· Πολυδ. Ζ΄, 36. ΙΙ. μεταφορ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 55, λίαν σπαθάν, καταναλίσκω, καθηδυπαθῶ, ἀσωτεύω, ἰδιόρρυθμος φράσις εἰς δήλωσιν τῆς τῶν χρημάτων σπατάλης (πιθανῶς μετὰ παιδιὰς ἐπὶ τῆς λ. σπαταλάω)· οὕτω, τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Διφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 27· σπ. τὰ χρήματα Πλουτ. Περικλ. 14, πρβλ. 2. 168Α, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 20, Φιλόστρ. 223, Ἀλκίφρων 3. 34· - μεταφορ. ὡσαύτως παρὰ Δημ. 354 ἐν τέλ., ἀσπαθᾶτο ταῦτα καὶ ἐδημηγορεῖτο, - ἔνθα ἡ ἀρίστη ἑρμηνεία εἶναι ὡς φαίνεται ἡ τοῦ Σχολ. ἐσπαθᾶτο = ἐδαψιλεύετο, ἅπαντα τὰ κέρδη καὶ αἱ ὠφέλειαι ἐσπαταλήθησαν· οὕτως: ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται τὰ τῶν ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 168Α. 2) ὡσαύτως = ἀλαζονεύομαι, Μένανδρ. παρὰ Φωτ. («Μισογύνης» 1). ΙΙΙ. σπ. φυτά, κλαδεύω φυτά, περικόπτω, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθᾷ· τρυφᾷ. ἀναλίσκει ἀσώτως καὶ ἀφειδῶς, ἀλαζονεύεται».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
serrer le tissu avec la σπάθη ; p. suite fig. :
1 prodiguer, gaspiller, comme le tisserand qui prodigue le fil en serrant trop le tissu;
2 se livrer à des excès, à la débauche.
Étymologie: σπάθη.
Greek Monotonic
σπᾰθάω: μόνο σε ενεστ.,· στην υφαντική, χτυπώ προς τα κάτω το υφάδι με τη σπάθη, πλέκω στον αργαλειό· μεταφ., λίαν σπαθᾶν, κατασπαταλώ, καταξοδεύω, είμαι άσωτος, φράση αργκό που δηλώνει τη σπατάλη χρημάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, σπαθάω τὰ χρήματα, σε Πλούτ.· Παθ., ἐσπαθᾶτο ταῦτα, αυτά ήταν τα ωφελήματα που κατασπαταλήθηκαν, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαθάω [σπάθη] met de spaan de inslag vastduwen (bij het weven); uitbr. aan het weefgetouw werken. overdr. te dicht weven, teveel wol gebruiken, spilziek zijn, verkwisten:. οὐ... ἐρῶ γ ’ ὡς ἀργὸς ἦν, ἀλλ ’ ἐσπάθα. ἐγὼ δ ’ ἄν... ἔφασκον... ‘ λίαν σπαθᾷς ’ ik zal niet zeggen dat (mijn vrouw) lui was: ze was aldoor aan het naaien! Ik zei haar regelmatig ‘je naait te hard’ (gecompliceerde woordspeling op vrouwenwerk, sexuele activiteit en financiële verkwisting) Aristoph. Nub. 55. op touw zetten. Dem. 19.43.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰθάω:
1) прибивать бердом (уток к ткани), т. е. уплотнять ткань, перен. мотать, расточать (τὰ χρήματα Plut.): λίαν σπαθᾷς Arph. ты слишком плотно ткешь, т. е. неумеренно тратишь;
2) кутить (τρὶς τῆς ἡμέρας Luc.);
3) расхищать, пускать на ветер (τὰ τῶν ἀνθρώπων Plut.);
4) замышлять: διὰ ταῦτ᾽ ἐσπαθᾶτο ταῦτα Dem. вот из-за чего (все) это затевалось.
Middle Liddell
σπᾰθάω, only in pres.]
in weaving, to strike home the woof with the σπάθη; metaph., λίαν σπαθᾶν to go too fast, a cant phrase for throwing away money, Ar.; so, σπ. τὰ χρήματα Plut.:—Pass., ἐσπαθᾶτο ταῦτα these were the prodigalities indulged in, Dem.