αὐτοτελής
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ές,
A ending in itself, complete in itself, ὁρισμός Arist.Top.102b13, cf. Ocell.1.7; θεωρίαι αὐ. καὶ αὑτῶν ἕνεκα Arist.Pol.1325b20; especially in Gramm., λεκτόν Stoic.2.58; λόγος A.D.Synt.3.5, al.; ἀξίωμα S.E.M.8.79; διάνοια Hdn.Fig.p.93S.; ῥῆμα an intransitive verb, A.D.Synt.116.11; of unity, Theol.Ar.5, cf. Orph.Fr.247.10. Adv. αὐτοτελῶς, opp. κατὰ συναφήν, independently, separately, Epicur.Ep.2p.36U.
b perfect, complete, fully-grown, Nonn.D.7.154,al.
2 self-sufficing, αὐ. καὶ ἀπροσδεᾶ φιλοσοφίας Plu.2.122e; of personal character, independent, προχείρου ἀ. εὐβούλου Phld.Herc.1457.5.
3 absolute, with full powers, στρατηγός Plu.2.754d, cf. D.C.52.22; αὐτοτελεῖς κρίνειν, opp. προανακρίνειν, Arist.Ath.3.5, cf. 53.2.
4 final, ψήφισμα without appeal, Hyp.Eux.15; δίκη Hsch., Suid.; διαλήψεις Plb.3.4.4; πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν αὐτοτελές ib.36.2; αἰτίαν Chrysipp.Stoic.2.292. Adv. αὐτοτελῶς = at one's own discretion, arbitrarily, οὐκ αὐτοτελῶς ἀλλ' ἀκριβῶς Lys.Fr. 38, cf. Plb.3.29.3; ἂν αἱ φαντασίαι ποιῶσιν αὐτοτελῶς τὰς συγκαταθέσεις Chrysipp.Stoic.2.291; αὐτοτελῶς διαιτᾶν = control, govern absolutely, Phld.D. 1.22.
5 sufficing for oneself: also, supporting oneself, ἱππεῖς Luc. Tox.54.
6 entirely due to, c. gen., νίκη τῶν ἡγουμένων Plb.5.12.4.
II (τέλος IV) taxing oneself, self-taxed, Th.5.18, Stob.2.7.3a.
German (Pape)
[Seite 403] ές, 1) sich selbst steuernd, keinem Andern Abgaben gebend, neben αὐτόνομος u. αὐτόδικος Thuc. 5, 18. – 2) in sich selbst endigend, vollständig, Arist. top. 1, 5, 9; seinen Zweck in sich habend, pol. 7, 3, 5; absolut, D. Sic. 12, 1; für sich allein ausreichend, Pol. 3, 4. 3, 9; αὐτοτελὴς νίκη τῶν ἡγουμένων, den man nur den Führern verdankt, 5, 12; ἱππεῖς, auf eigene Kosten lebend, Luc. Tox. 54; so πόλεμοι, πράξεις, D. Sic. 1, 3. 16, 1; – unabhängig, neben ἄναρκτος Plut. amat. 9 f. – Adv. αὐτοτελῶς, vollkommen, Epicur. bei Diog. L. 10, 85; bevollmächtigt, in eigener Machtvollkommenheit, ὁμολογίας ποιεῖσθαι Pol. 3, 29; – Lys. B. A. 467 Ggstz ἀκριβῶς, obenhin.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτελής: -ές, ὁ τελειῶν ἐν ἑαυτῷ, τέλειος ἐν ἑαυτῷ, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 9, Πολιτικ. 7. 3, 8: ― Ἐπίρρ. -λῶς, ἐντελῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 85. 2) ἀπόλυτος, αὐθύπαρκτος, Οὐϋττεμβ. Πλούτ. 2. 122Ε. 3) ἀπόλυτος, μετ’ αὐτοτελοῦς δυνάμεως, Δίων Κ. 52. 22· περὶ τινος Πολύβ. 3. 4, 4· πρός τι αὐτόθι 36. 2· δίκη Σουίδ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, ὡς θέλει τις, οὐκ αὐτ., ἀλλ’ ἀκριβῶς Λυσ. Ἀποσπ. 22, πρβλ. Πολύβ. 3. 29, 3, Α. Β. 467. 4) ὁ εἰς ἑαυτὸν ἀρχῶν, ἐπαρκής· ὡσαύτως ὁ ὑποστηρίζων ἑαυτόν, ἱππεῖς Λουκ. Τόξ. 54. 5) ἀπλύτως κατορθωθείς, ἐν οἷς δ’ αὐτοτελὴς ἡ νίκη γίνεται τῶν ἡγουμένων, ὑπὸ τῶν ἡγουμένων, Πολύβ. 5. 12, 4. ΙΙ. (τέλος ΙV) ὁ ἑαυτὸν φορολογῶν, αὐτοφορολογούμενος, Θουκ. 18, πρβλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 55.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. (τέλος fin) qui a sa fin en soi :
1 complet ou parfait en soi, absolu;
2 qui subsiste par soi-même;
3 qui se suffit à soi-même ; indépendant;
4 qui porte en soi sa fin ou sa conclusion, décisif ; sans appel (jugement);
II. (τέλος impôt) qui se taxe ou s'impose soi-même.
Étymologie: αὐτός, τέλος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1económicamente independiente de ciu., estados, etc. αὐτονόμους ... καὶ αὐτοτελεῖς καὶ αὐτοδίκους Th.5.18, cf. Stob.2.7.3a
•que se sufraga sus propios gastos ἱππεῖς Luc.Tox.54
•c. gen. que se basta a sí mismo, autosuficiente αὐ. καὶ ἀπροσδεὴς φιλοσοφίας Plu.2.122e.
2 independiente de estamentos políticos, ref. a μέρος πολιτείας: οὐδενὸς αὐτοτελοῦς ὄντος Plb.6.18.7, ὡς ἂν πολιτείας ἄρχων αὐτοτελοῦς como si gobernase un estado soberano I.AI 14.117, πολῖταί τε γὰρ καὶ αὐτοτελεῖς ἔτι δοκεῖν εἶναι ἤθελον D.C.42.20.2
•completo, independiente junto a πρόχειρος y εὔβουλος Phld.Herc.1457.5, τὰ δὲ πράγματα ἰδιάζουσαν καὶ αὐτοτελῆ τὴν ὕπαρξιν ἔχειν, οὐδεὶς ἀμφιβάλλει Basil.Ep.210.4, cf. Hsch.
II 1con autoridad de los tesmótetas κύριοι δ' ἦσαν καὶ τὰς δίκας αὐτοτελεῖς κρίνειν tenían autoridad para juzgar los pleitos con soberanía Arist.Ath.3.5, de los Cuarenta καὶ τὰ μέχρι δέκα δραχμῶν αὐτοτελεῖς εἰσι δικάζειν juzgar con autoridad hasta diez dracmas Arist.Ath.53.2
•con plenos poderes στρατηγός Plu.2.754d, ὑφ' ἑνὸς ἀνδρὸς αὐτοτελοῦς ἄρχεσθαι D.C.52.22.1, ἡγεμονία D.C.43.44.2
•ref. a propietarios de esclavos αὐ. δεσπόται PStras.inv.1404.64 (VI d.C.) en AfP 3.1906.420, en cláusulas de contratos de venta de posesiones o herencias ἐξουσία PLond.1735.8, PMasp.97re.24, αὐτοτελὴς καὶ αἰώνιος κατοχὴ καὶ κυριότης καὶ χρῆσις PMasp.151.282 (VI d.C.)
•que se debe a, que es responsabilidad de c. gen. αὐ. ἡ νίκη ... τῶν ἡγουμένων Plb.5.12.4.
2 de decretos, sentencias definitivo, decisivo, sin apelación ψήφισμα ... αὐτοτελὲς ἔγραψας Hyp.Eux.15, ἐπεὶ δ' οὐκ αὐτοτελεῖς εἰσιν οὔτε περὶ τῶν κρατησάντων οὔτε περὶ τῶν ἐλαττωθέντων αἱ ... διαλήψεις pero puesto que los juicios ni sobre los vencedores ni sobre los vencidos son decisivos Plb.3.4.4, ὑπολαμβάνοντες ἐν παντὶ πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν αὐτοτελὲς εἶναι τοῦτο τὸ μέρος (τῆς διηγήσεως) Plb.3.36.2, δίκη Hsch., Sud.
•αὐ. αἰτία causa final Chrysipp.Stoic.2.292
•no sometido a apelación ἀπόφασις PPanop.29.5 (IV d.C.).
III 1que tiene el fin en sí mismo, perfecto de la divinidad y abstr. τὰς αὐτοτελεῖς καὶ τὰς αὑτῶν ἕνεκεν θεωρίας καὶ διανοήσεις Arist.Pol.1325b20, εἷς ἔστ' αὐ. αὐτοῦ δ' ὑπὸ πάντα τελεῖται Orph.Fr.247.10, ὁ θεὸς πεποίηκε αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλον μὲν ἀκώλυτον καὶ αὐτοτελῆ Arr.Epict.4.7.6, del amor πρεσβύτατόν τε καὶ αὐτοτελῆ πολύμητιν Ἔρωτα Orph.A.424, en lit. crist. del Hijo de Dios τὸ αὐτοτελὲς τῆς ἑαυτοῦ ὑποστάσεως διδάσκων ἡμᾶς enseñándonos la perfección de su hipóstasis Ath.Al.M.28.1276A, de la Trinidad τρία πρόσωπα αὐτοτελῆ Plot. et alii en Epiph.Const.Haer.72.11.
2 lóg. y gram. suficiente, completo en sí mismo de una definición ὁρισμὸς αὐ. ἐστι πρὸς τὸ γνωρίζειν τί ποτ' ἐστι τὸ λεγόμενον καθ' αὑτό Arist.Top.102b13
•de una proposición τὸ αὐτοτελὲς ἀξίωμα S.E.M.8.79, de un período sintáctico περίοδος ἥτις ἐστὶ λόγος ... αὐτοτελῆ διάνοιαν ἀποτελῶν Hdn.Fig.p.93
•op. ἐλλιπῆ de una palabra que tiene en sí elementos que la definen Chrysipp.Stoic.2.58, de una proposición λόγος A.D.Synt.3.5, ῥῆμα verbo intransitivo A.D.Synt.116.11.
3 ceñido, limitado οἱ πλεῖστοι ... ἑνὸς ἔθνους ἢ μιᾶς πόλεως αὐτοτελεῖς πολέμους ἀνέγραψαν la mayoría ... describieron guerras limitadas a un solo pueblo o una sola ciudad D.S.1.3.
IV totalmente desarrollado, crecido ἀνήρ Nonn.D.7.154, διόπερ οὔτε φύεται οὐδὲν ἐξ αὐτοῦ οὔτε αὐτοτελὲς οὐδέν Thphr.CP 6.10.2
•perfectamente realizado o cumplido αὐτοτελῆ τοῦ ὄφεως τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ τῆς ἐκβάσεως τῶν ἔργων ἐδέξατο (ὁ Ἀδάμ) Gennad.Fr.Gen.M.85.1640A.
V adv. αὐτοτελῶς
1 con independencia, por separado εἴτε κατὰ συναφὴν λεγομένων (μετεώρων) εἴτε αὐτοτελῶς Epicur.Ep.3.85.
2 con plena autoridad κατέπεμψε τὸν υἱὸν Δημήτριον ... καὶ στρατείας ... αὐτοτελῶς ... ἁπτόμενον Pln.Demetr.5.
3 a discreción, arbitrariamente οὐκ αὐτοτελῶς, ἀλλ' ἀκριβῶς Lys. en AB 468.2.
4 completa, absolutamente Clem.Al.Strom.6.2.25, 17.151.
5 definitiva, incondicionalmente αὐτοτελῶς ἐποιήσατο τὰς ὁμολογίας Ἀσδρούβας Plb.3.29.3.
6 con el mismo fin αὐτοτελῶς ... διαιτᾶν Phld.D.1.22.13.
Greek Monolingual
-ές (AM αὐτοτελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης
2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτοδύναμος
2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος
3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις υποχρεώσεις του
4. ανέκκλητος, τελεσίδικος
5. αυτός που έχει την ικανότητα ή την απόλυτη εξουσία να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τελής < τέλος (πρβλ. ατελής, ευτελής, ισοτελής, υποτελής κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοτελής: -ές (τέλος)·
I. αυτός που τελειώνει από μόνος του, αφ' εαυτού ολοκληρωμένος, αυτός που υποστηρίζει τον εαυτό του, ἱππεῖς, σε Λουκ.
II. (τέλος IV), αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, αυτοφορολογούμενος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοτελής:
1) самодовлеющий, абсолютный Arst., Diod.;
2) замкнутый, ограниченный (μιᾶς πόλεως αὐ. πόλεμος Diod.);
3) обладающий правами, имеющий власть (περί τινος и πρός τι Polyb.);
4) законченный, совершенный (αὐ. καὶ σύμμετρος Plut.);
5) совершенный, доведенный до конца (αὐ. ἡ νίκη γίνεται τῶν ἡγουμένων Polyb.);
6) сам определяющий для себя налоги или платящий их только в свою же пользу (Δελφοί Thuc.);
7) ведущий войну на собственный счет (ἱππεῖς Luc.);
8) независимый Plut.
Middle Liddell
τέλος
I. ending in itself, complete in itself, supporting oneself, ἱππεῖς Luc.
II. (τέλος IV) taxing oneself, self-taxed, Thuc.