ἐπανόρθωσις
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
εως, ἡ, setting right, correcting, τᾶς ψυχᾶς Ti.Locr. 104b; κόλασις εἰς - σιν φέρουσα Jul.Or.2.80c; ἐδεσμάτῶν Diocl.Fr. 138; revision, νόμων Lexap.D.24.22; ἐ. ἔχειν to be capable of improvement, opp. ἀνίατον εἶναι, Arist.EN1165b18; of circumstances, amendment, Plb.1.66.12, 1.11.2, etc.
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, das Wiederherstellen, Verbessern, ψυχᾶς Tim. Locr. 104 a; τῶν νόμων Dem. 24, 22; Arist. Eth. 9, 3 u. bei den Folgenden, wie Pol. 1, 66 Strab. I, 62; auch eine rhetorische Figur.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de redresser, correction, amélioration.
Étymologie: ἐπανορθόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, τᾶς ψυχᾶς Τίμ. Λοκρ. 104Α· ἀναθεώρησις, νόμων Δημ. 707. 7· ἐπανόρθωσιν ἔχων, ὃν δύναταί τις νὰ ἐπανορθώσῃ, ἐπιδεκτικὸς διορθώσεως, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνίατος ὤν, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 3, 3· κέρδος, ὠφέλεια, περὶ τῶν δώρων ἅπερ ἐδίδοντο τοῖς στρατιώταις εἰς περιστάσεις τινάς, Πολύβ. 1. 66, 12.
English (Strong)
from a compound of ἐπί and ἀνορθόω; a straightening up again, i.e. (figuratively) rectification (reformation): correction.
English (Thayer)
ἐπανορθωσεως, ἡ (ἐπανορθόω), restoration to an upright or a right state; correction, improvement (in Greek writings from Demosthenes down): of life and character, τόν Θεόν ... χρόνον γέ πρός ἐπανόρθωσιν (αὐτοῖς) προσιζάνειν, Plutarch, de sera num. vind. 6); with τοῦ βίου added, Polybius 1,35, 1; Epictetus diss. 3,21, 15; σεαυτοῦ, id. ench. 51,1; (ἠθικη δέ τά πρός ἀνθρωπίνων ἐπανόρθωσιν ἠθῶν, Philo de ebriet. § 22; cf. de confus. lingg. § 36 at the end); (cf. ἐπανορθουν καί εἰς μετάνοιαν ἀπάγειν, Josephus, Antiquities 4,6, 10).
Greek Monotonic
ἐπανόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωση, αναθεώρηση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανόρθωσις: v.l. Polyb. ἀνόρθωσις, εως ἡ
1) исправление, улучшение (ψυχᾶς Plat.; νόμων Dem.): ἐπανόρθωσιν ἔχων Arst. исправимый;
2) польза, выгода, помощь (ἡ ἐσομένη ἐ. Polyb.).
Middle Liddell
ἐπανόρθωσις, εως
a correcting, revisal, Dem.
Chinese
原文音譯:™panÒqwsij 誒普-安-哦拖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-經過-直立(著)
字義溯源:重新規正,改正,歸正;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἀνορθόω)=直立起來)組成;而 (ἀνορθόω)又由(ἀνά)*=上)與(ὀρθός)*=正直的)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 歸正(1) 提後3:16