ἐπιβάτης

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβᾰ́της Medium diacritics: ἐπιβάτης Low diacritics: επιβάτης Capitals: ΕΠΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: epibátēs Transliteration B: epibatēs Transliteration C: epivatis Beta Code: e)piba/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who mounts or embarks: 1. ἐπιβάται, οἱ, soldiers on board ship, fighting men, opp. the rowers and seamen, marines, Hdt.6.12, 7.100, Th.3.95, Plb. 1.51.2, etc. b. merchant on board ship, supercargo, D.34.51, 56.10. c. passenger on ship, D.Chr.1.29, al., Plu.in Hes.8. d. subordinate officer in the Spartan navy, Th.8.61, X.HG1.3.17, Hell. Oxy.17.4. 2. fighting man in a chariot, Pl.Criti.119b; on an elephant, Arr.An.5.17.3. 3. rider, Arist.EN1106a20, Luc.Zeux. 10. 4. male quadruped, Gp.16.21.9. 5. heel, Hsch. 6. middle finger, [Ruf.] Onom.App.p.600R.

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, der Besteiger, gew. der auf dem Schiffe als Seesoldat od. als Reisender (nicht als Matrose) sich befindet, vgl. Harpocr; so Her. 6, 16. 9, 32 u. öfter, wie Thuc.; Lys. 6, 46; ἐπιβάται καὶ ὑπηρεσίαι vrbdt Dem. 50, 10 u. stellt ihnen den ναύκληρος gegenüber, 32, 4. Vom Wagen, der darauf neben dem Wagenlenker steht, Plat. Critia. 119 b; Reiter, Arist. eth. 2, 6 u. A.; Lenker der Elephanten, Arr. An. 5, 17, 4; – ὄνος, der Beschäler, Geop.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui monte sur un vaisseau ; particul. soldat de marine;
2 combattant monté sur un char.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἐπιβιβαζόμενος: 1) ἐπιβάται, οἱ, οἱ ἐπὶ τοῦ πλοίου ὁπλῖται ἢ ἐν γένει πολεμισταὶ στρατιῶται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας καὶ λοιποὺς ναύτας, Λατ. classiarii milites, Ἡρόδ. 6. 12., 7. 100 κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἀρνόλδ. Θουκ. 3. 95. β) ἔμπορος ἐπὶ πλοίου, ἐπιστάτης τοῦ φορτίου, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ναύκληρος, Δημ. 922. 14., 1286. 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐπὶ τοῦ ἅρματος μαχητής, Πλάτ. Κριτί. 119Β· ὁ ἐπὶ ἐλέφαντος, ἔς τε τοὺς ἐπιβάτας αὐτῶν (τῶν ἐλεφάντων) ἀκοντίζοντες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 3. 3) ὁ ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2. 4) ἐπὶ ζῴων, τὸ ἄρρεν τὸ ἐπιβαῖνον τῶν θηλειῶν, Γεωπ. 16. 21, 9. 5) ἡ πτέρνα τοῦ ποδός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

επιβάτης, ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο, θηλ. ἐπιβάτις) επιβαίνω
ταξιδιώτης με πλοίο
μσν.- νεοελλ.
αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης του θρόνου»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο (αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο), για να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή
2. φρ. «επιβάτης της εξουσίας» — αυτός που κατέχει παράνομα πολιτικό αξίωμα
αρχ.
1. οπλίτης, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου
2. επιστάτης του φορτίου του πλοίου
3. κατώτερος αξιωματικός του σπαρτιατικού ναυτικού
4. πολεμιστής σε άρμα δίπλα στον ηνίοχο.

Greek Monotonic

ἐπιβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐπιβαίνω), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· 1. α) ἐπιβάται, οἱ, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε πλοίο, πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. β) έμπορος επιβιβασμένος σε πλοίο, επιστάτης φορτίου πλοίου, σε Δημ.
2. μαχητής σε άρμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβάτης: ου (ᾰ) ὁ
1) эпибат, солдат морской пехоты Her., Thuc., Lys.;
2) пассажир на корабле, мореход Her., Dem.;
3) воин на колеснице Plat.;
4) всадник Arst., Plut.

Middle Liddell

ἐπιβᾰ́της, ου, ἐπιβαίνω
1. one who mounts or embarks;
1. ἐπιβάται, οἱ, the soldiers on board ship, the fighting men, as opp. to the rowers and seamen, Hdt.
b. a merchant on board ship, supercargo, Dem.
2. the fighting man in a chariot, Plat.

English (Woodhouse)

a soldier serving on board ship, passenger on a ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)