βροχή
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἡ, (βρέχω) A rain, Democr.14.8, LXX Ps.67(68).10, Ev.Matt. 7.25, Ph.1.48, Gp.2.39.7. II moistening, Dsc.1.49, Philagr. ap. Orib.5.32.1, Mnesith.ib.8.35.11; steeping, in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.). III inundation of the Nile, in plural, POxy.280.5 (i A. D.), Heph.Astr.1.23. 2 irrigation, Thphr.HP9.6.3, PPetr.3p.119 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 lluvia βροχῆς ἐπικράτεια Democr.B 14.8, βροχὴν ἐκούσιον ἀφοριεῖς LXX Ps.67.10, cf. 104.32, Eu.Matt.7.25, Gp.2.39.7, Hierocl.Facet.164
•fig. τροφὴ δὲ αἰσθήσεως, ἣν κατὰ σύμβολον βροχὴν εἴρηκεν Ph.1.48.
2 agr. riego Thphr.HP 9.6.3
•producido por inundación del Nilo PPetr.3.43re.2.13 (III a.C.), POxy.280.5 (I d.C.), PSI 30.2 (I d.C.), PRyl.231.9 (I d.C.), Heph.Astr.1.23.29.
3 remojo, empapamiento Dsc.1.49, Philotimus en Orib.5.32.1, Mnesith.Ath.51.48, en el proceso de fabricación de cerveza PTeb.401.27 (I d.C.).
• Etimología: Deriv. de βρέχω q.u.
German (Pape)
[Seite 465] ἡ, Benetzung, Regen, Sp., wie Matth. 7, 25.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de mouiller;
2 pluie.
Étymologie: βρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βροχή: ἡ NT = βροχετός.
Middle Liddell
English (Abbott-Smith)
βροχή, -ῆς, ἡ (< βρέχω), [in LXX: Ps 67 (68):9, 104 (105):32 (גֶּשֶׁם)*;]
1.= βροχετός, a wetting (in π., of irrigation in Egypt; Deiss., LAE, 77).
2.As in MGr. (Kennedy, Sources, 153), = ὑετός, rain: Mt 7:25, 27.†
English (Strong)
English (Thayer)
βροχης, ἡ (βρέχω, which see), a later Greek word (cf. Lob. ad Phryn., p. 291), a besprinkling, watering, rain: used of a heavy shower or violent rainstorm, גֶּשֶׁם.
Greek Monolingual
η (πληθ. και βροχάδες) (AM βροχή)
1. το νερό που πέφτει κατά σταγόνες από τον ουρανό
νεοελλ.
1. (για δάκρυα) συνεχής ροή
2. (ως επίρρ.) σαν βροχή, βροχηδόν
αρχ.
1. άρδευση
2. ύγρανση, μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέχω. Η λ. βροχή συνδέεται σημασιολογικά με τα όμβρος, υετός, ψακάς / ψεκάς και νεοελλ. ψιχάλα. Συγκεκριμένα το υετός δήλωνε γενικά τη «βροχή» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής χρονικής διάρκειας πτώση βροχής», δηλ. την «μπόρα», ενώ το όμβρος δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη βροχή»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «βροχή με θύελλα», «ραγδαία βροχή», «καταιγίδα, πλημμύρα, κατακλυσμός». Τέλος το ψακάς / ψεκάς σημαίνει «σταγόνα βροχής», «ψιλή βροχή, ψιχάλα» και κατόπιν γενικά τη «βροχή» — πρβλ. και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. ψιχάλα «ψιλή βροχή.
ΠΑΡ. αρχ. βροχίς (ΙΙ)
νεοελλ.
βροχερός, βροχηδόν, βροχίδα (Ι), βρόχινος, βροχούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βροχογράφος, βροχόμετρο, βροχόνερο, βροχοποιός, βροχοπούλι, βροχόπτωση, βροχοσκοπία και βροχοσκόπηση, βροχοσκόπιο, βροχοσταλίδα, βροχόχιονο
(Β' συνθετικό) διαβροχή, εμβροχή
αρχ.
αποβροχή, επιβροχή, καταβροχή
νεοελλ.
αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, ανεμοβρόχι, ανεμόβροχο, αποβρόχι, απόβροχο, λειανοβρόχι, πρωτοβρόχι, χαλαζοβρόχι, χιονοβρόχι, χιονόβροχο, ψευτοβρόχι, ψιλοβροχή].
Greek Monotonic
βροχή: ἡ (βρέχω), βροχή, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
βροχή: ἡ, (βρέχω) = βροχετός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25. Χρησμ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 50.
Chinese
原文音譯:broc» 不羅黑
詞類次數:名詞(2)
原文字根:雨
字義溯源:雨;源自(βρέχω)*=濕潤)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 雨(2) 太7:25; 太7:27
French (New Testament)
arrosage