κακοπραγέω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
fare ill, fail in an enterprise, Th.4.55; to be in ill plight, Id.2.43; κ. ἀναξίως Arist.Rh.1386b26, cf. Aphth.Prog.1, al.: in physical sense, ἥπατος ἢ γαστρὸς κακοπραγούντων Gal.10.789, al.
German (Pape)
[Seite 1302] in seinen Unternehmungen Unglück haben, übh. unglücklich sein, Thuc. 2, 43. 4, 55 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακός, πράσσω.
Greek Monotonic
κᾰκοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω (πρᾶγος), είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε μία προσπάθεια, δυστυχώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρᾱγέω: терпеть неудачи, быть несчастливым (в своих делах) Arst.: οἰ κακοπραγοῦντες Thuc. несчастные, обездоленные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγέω [κακός, πράττω] er slecht voor staan, ongelukkig zijn.
Middle Liddell
κᾰκο-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος
to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀποτυχαίνω, δυστυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό κακοπραγής (=κακοποιός) → κακός + πρᾶγος (=πρᾶγμα) τοῦ πράττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: κακοπραγία (=ἀποτυχία), κακοπράγημα, κακοπράγμων (=βλαβερός).