προηγέομαι

From LSJ
Revision as of 19:05, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγέομαι Medium diacritics: προηγέομαι Low diacritics: προηγέομαι Capitals: ΠΡΟΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: proēgéomai Transliteration B: proēgeomai Transliteration C: proigeomai Beta Code: prohge/omai

English (LSJ)

A go first and lead the way, Hdt.2.48, 7.40, X.Lac.13.2, etc.; τινι for a person, i.e. guide him, τῷ θεῷ Ar.Pl.1195, cf. X.Cyr. 2.1.1; π. τὴν [ὁδόν] Id.An.6.5.10; of troops, form the van, Id.Cyr.4.2.27; π. πᾶσι [τοῖς ποσίν] to have all in front, Arist.IA714a4. b precede logically, τινος S.E.P.1.210. 2 c. gen., take the lead of, τῶν προόδων ἄλλους προόδους… προηγεῖσθαι X.Eq.Mag.4.5; π. τῆς πομπῆς Plb.12.13.11; of the planets in retrograde motion, get ahead of, ἀπλανῶν ἀστέρων Gem.12.22: later c. acc., ἀλλήλους π. τῇ τιμῇ Ep.Rom.12.10:—c. inf., προήγημαι τὴν τούτων ἐπίδοσιν ποήσεσθαι have taken the initiative in... BGU1193.11 (i B.C.). 3 of things, τὸ πῦρ μὲν ἀπὸ τούτων τῶν ἱερῶν προηγεῖται goes before, precedes, X.Lac. 13.3; ῥάβδοι π. ἑκάστῳ Plb.6.53.8. 4 pres. part. προηγούμενος, η, ον, going first, τὸ π. στράτευμα the van, opp. οὐρά, X.Ages.2.2; preceding, foregoing, Phld.Ir.p.94 W.; γράμματα Plu.Pomp.45. b Math., τὰ π. forward points, i.e. those lying on the same side of the radius vector of a spiral as the direction of its motion, Archim.Spir. 11 Def.6; ἁ π. εὐθεῖα Id.Spir.21,23. c Astron., τὰ π. ζῴδια signs leading in the daily movement of the heavens, i.e. westerly signs, opp. ἑπόμενα, Gem.1.5, Theo Sm.p.147 H., etc. d τὰ π. initial data, premisses, Plb.16.16.6, Arr.Epict.1.20.1; σημεῖα Phld.Sign.36; φαντασίαι M.Ant.8.49; π. οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ given, i.e. external to the soul, Arr.Epict.3.7.6; τὸ π., opp. τὸ ἐπιγέννημα, ib.7; τὰ π. originals of paintings, Arist.Mu.396b14. e leading, principal, κατὰ π. λόγον according to a guiding principle, Zeno Stoic.1.48; ὁ π. λόγος, τὸ π. ἔργον, Arr.Epict.1.20.14, 2.5.4; σύν τινι προηγουμένῳ in conjunction with a purpose, Iamb.VP27.131, cf. Plot.4.4.8; χειρὸς οὐσία μὲν ἡ σάρξ, προηγούμενα δὲ τὰ χειρὸς ἔργα Arr.Epict.3.7.24, cf. 3.22.76; ὑπηρετικὰ ἄλλοις, οὐκ αὐτὰ π. ib.2.8.6; so in Math., π. θεώρημα leading theorem, opp. ἀντίστροφον, Procl.in Euc.p.254F. f Medic., π. αἴτιον predisposing cause, Ath.Med. ap. Gal.15.112, cf. 7.10, al.; π. αἰτίαι antecedent causes, Chrysipp.Stoic.2.264. 5 aor. part., ὁ -ησάμενος the former ἡγεμών, PLips.63.6(iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 722] dep. med., vorangehen u. den Weg zeigen; Her. 2, 48; τινί, Ar. Plut. 1195; ὁδόν, Xen. An. 6, 3, 10, ἴχνη προηγο ύμενα, die Spur der Vorangehenden, 7, 3, 42; Folgde, wie Pol., der es auch c. gen. vrbdt, τῆς πομπῆς, 12, 13, 11; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 précéder : τὸ προηγούμενον στράτευμα XÉN l'avant-garde ; προηγεῖσθαι ὁδόν XÉN devancer sur la route ; avec un gén. : προηγεῖσθαί τινος précéder qqn ou qch;
2 servir de guide, montrer le chemin : τινί, à qqn.
Étymologie: πρό, ἡγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ηγέομαι intrans. vooropgaan; met acc. v. h. inw. obj..; προηγεῖσθε τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους gaat nu voorop op de weg naar de vijand Xen. An. 6.5.10; milit. de voorhoede vormen:; προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι de Hyrcaniërs vormden de voorhoede Xen. Cyr. 4.2.27; ptc. praes. προηγούμενος voorst, vooropgaand:. γράμμασι δὲ προηγουμένοις ἐδηλοῦτο τὰ γένη de (namen van de) volkeren werden aangeduid door bordjes ervoor Plut. Pomp. 45.2. met acc. voor... gaan, voorgaan:. τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι elkaar voorgaand in eerbetoon NT Rom. 12.10.

Russian (Dvoretsky)

προηγέομαι: идти впереди, быть ведущим, вести вперед: τὸ προηγούμενον στράτευμα Xen. ведущий отряд, авангард; π. τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. вести на неприятеля; π. τῆς πομπῆς Polyb. идти во главе процессии; ῥάβδοι καὶ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры; ὁ προηγούμενος Plut. предшествующий, предыдущий; τὰ προηγούμενα Polyb. предпосылки, данные; τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT быть предупредительными во взаимном уважении.

English (Strong)

from πρό and ἡγέομαι; to lead the way for others, i.e. show deference: prefer.

English (Thayer)

προηγοῦμαι; to go before and show the way, to go before and lead, to go before as leader (Herodotus 2,48; often in Xenophon; besides in Aristophanes, Polybius, Plutarch, the Sept., others): τῇ τιμή ἀλλήλους προηγούμενοι, one going before another as an example of deference (A. V. in honor preferring one another (on the dative cf. Winer's Grammar, § 31,6a.)), Aristophanes, Plutarch, 1195; Polybius 6,53, 8; etc.), now with the genitive (Diodorus 1,87); see προέρχομαι, 2a.

Greek Monotonic

προηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.
1. βαδίζω πρώτος και δείχνω τον δρόμο, είμαι οδηγός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τινι, ενός προσώπου, δηλ. το οδηγώ, σε Αριστοφ., Ξεν.· προηγέομαι τὴν ὁδόν, σε Ξεν.
2. με γεν., λαμβάνω την αρχηγία σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Καινή Διαθήκη
3. λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι μπροστά, προηγούμαι, σε Ξεν.
4. μτχ. προηγούμενος, , -ον, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον στράτευμα, εμπροσθοφυλακή, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., προπορεύομαι καὶ ὁδηγῶ, Ἡρόδ. 2. 48., 7. 40, Ξεν., κλπ.· τινι, ὁδηγῶ τινα, Ἀριστοφ. Πλ. 1195, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1.· πρ. τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 5, 10· εἶμαι ὁ ἡγούμενος, ὁ πρῶτος, ὁ ἔχων τὸν λόγον ὡς ἀντιπρόσωπος τῶν ἄλλων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 27· προηγοῦμαι ἐν λόγῳ ἢ διηγήσει, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 210· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἀποτελῶ τὴν ἐμπροσθοφυλακήν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 27· πρ. πᾱσι [τοῖς ποσίν], ἔχω τοὺς πόδας ἅπαντας ἐμπρός, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 17, 3. 2) μετὰ γεν., λαμβάνω τὴν ἀρχηγίαν, γίνομαι πρῶτος, τῶν προόδων ἄλλους προόδους... προηγεῖσθαι Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 5· πρ. τῆς πομπῆς Πολύβ. 12. 13, 11· ― παρὰ μεταγεν. μετ’ αἰτ., ἀλλήλους πρ. τῇ τιμῇ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβϳ, 10. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ πῦρ μὲν ἀπὸ τούτων τῶν ἱερῶν προηγεῖται οὔποτε ἀποσβεννύμενον Ξεν. Λακ. 13, 3· ῥάβδοι πρ. ἑκάστω Πολύβ. 6. 53. 8. 3) μετοχ. προηγούμενος, η, ον, ὁ προπορευόμενος, τὸ πρ. στράτευμα, ἡ «ἐμπροσθοφυλακή», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὐρά, Ξεν. Ἀγησ. 2, 2· ὁ πρότερος, ὁ προηγηθείς, γράμματα, λόγος, κτλ., Πλουτ. Πομπ. 45, κτλ.· ― τὰ προηγούμενα, τὰ δεδομένα ἀφ’ ὧν τις συμπεραίνει, Λατ. data, posita, Πολύβ. 16. 16, 2. β) προηγούμενος, κύριος, ὁ πρ. λόγος, τὸ πρ. ἔργον, κτλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 14., 2. 5, 4, κτλ.· τὸ πρ., κύριον, σπουδαῖον μέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, αὐτόθι 1. 20, 1, κτλ. γ) προηγούμενος, = ἡγούμενος μοναστηρίου Βασίλ. ΙΙΙ, 880Α.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
1. Dep. to go first and lead the way, to be the leader, Hdt., etc.; τινι for a person, i. e. to guide him, Ar., Xen.; πρ. τὴν ὁδόν Xen.
2. c. gen. to take the lead of, Xen.;—later, c. acc., NTest.
3. of things, to go before, precede, Xen.
4. part. προηγούμενος, η, ον, going first, τὸ πρ. στράτευμα the van, Xen.

Chinese

原文音譯:prohgšomai 普羅-誒給哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-帶領
字義溯源:為別人引路,寧願,爭先,引導,勝過;由(πρό)*=前)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 爭先(1) 羅12:10

French (New Testament)

considérer davantage, faire plus de cas