ἐπιχωρέω

From LSJ
Revision as of 17:10, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχωρέω Medium diacritics: ἐπιχωρέω Low diacritics: επιχωρέω Capitals: ΕΠΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: epichōréō Transliteration B: epichōreō Transliteration C: epichoreo Beta Code: e)pixwre/w

English (LSJ)

A yield, give way, τοῖς ἀπιστοῦσι S.Ant.219, cf. Plb.4.17.8; ἐ. τινὶ πρός τι, of things, permit one to do.., Plu.Dem.2; ἐ. τῷ ἐπιγράμματι to be in accordance with.., Arist.Mir.844a1; ἐπί τινος ἐπιχωρεῖ πᾶς καιρός any time will suit, Ruf. ap. Orib.8.24.59. 2 ἐ. τινί τι surrender, concede, τινὶ ἀρούρας PStrassb.114.1, cf. Arr.An.1.27.5, Plu.2.422a: c.inf., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι IG22.1012.24: abs., give one's consent, SIG546B3 (iii B.C.), BCH6.26(Delos, ii B.C.). 3 forgive, [ἁμαρτήματα] Plu.Alex.45, cf. 2.482a. II come towards, join one as an ally, Th.4.107; πρός τινα X.HG2.4.34. 2 to go against, attack, Id.An.1.2.17. 3 follow after, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αὐτὸς ἐπιχωρεῖ Paus.9.39.11. 4 take possession of an in heritance, Leg.Gort.11.6.

German (Pape)

[Seite 1005] 1) hinzu-, hinangehen, kommen, πρός τινα, Xen. Hell. 2, 4, 34; feindlich angreifen, An. 1, 2, 17; beitreten, Thuc. 4, 107. – 2) Einem nachgeben, nachsehen, gestatten, τινί τι, Soph. Ant. 219; absolut, Pol. 4, 17, 8; ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ Plut. Alex. 45, öfter, wie Arr. An. 1, 27, 5; τινί τι πρός τι, Dem. 2. Vgl. συγχωρέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s'avancer vers ; avec idée d’hostilité marcher sur, s'avancer contre;
2 fig. se retirer devant, céder la place à : τινι à qqn ; concéder : τινί τι qch à qqn ; τινί τι πρός τι accorder qch à qqn en vue de qch ; avec un seul acc. ἁμαρτήματα PLUT pardonner des fautes.
Étymologie: ἐπί, χωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχωρέω:
1 приходить, являться (πρός τινα Xen.);
2 присоединяться (οἱ ἐθελήσαντες ἐπιχωρῆσαι Thuc.);
3 идти в наступление, наступать (κελεῦσαι ὅλην τὴν φάλαγγα ἐπιχωρῆσαι Xen.);
4 уступать, оказывать снисхождение: τὸ μὴ ἐ. τινι Soph. непреклонность по отношению к кому-л.; ἐ. τινι πρός τι Plut. уступать кому-л. в чем-л.;
5 разрешать, позволять (τινί τι Plut.);
6 прощать (ἁμαρτήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχωρέω: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, τοῖς ἀπιστοῦσι Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. Πολύβ. 4. 17, 8· ὡσαύτως, συμφωνῶ τινι, τούτῳ τῷ ἐπιγράμματι ἐπεχώρησε καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος Ἔρυθος καλούμενος Ἀριστ. π. Θαυμ. 133, 4. 2) ἐπ. τινί τι, παραχωρεῖν τι εἴς τινα, Ἀρρ. Ἀν. 1. 27, 5, Πλούτ. 2. 422Α· μετ᾿ ἀπαρ., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 24. 3) συγχωρῶ, ἁμαρτήματα Πλουτ. Ἀλεξ. 45, πρβλ. 2. 482Α· πρβλ. συγχωρέω. ΙΙ. προσέρχομαι εἴς τινα, γίνομαι σύμμαχος, Λατ. accedere alicui, Θουκ. 4. 107· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34. 2) χωρῶ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι τὴν φάλαγγα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 17. 3) ἀκολουθῶ, ὑπάγω κατόπιν, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αυτὸς ἐπιχωρεῖ Παυσ. 9. 39, 11.

Greek Monotonic

ἐπιχωρέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω, τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.
2. συγχωρώ, παραβλέπω, σε Πλούτ.
II. έρχομαι προς το μέρος, παίρνω το μέρος κάποιου, γίνομαι σύμμαχος, συμπράττω, Λατ. accedere alicui, σε Θουκ., Ξεν.
III. κινούμαι εναντίον του εχθρού, αντιστέκομαι στον εχθρό, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to give way, yield, τινί to one, Soph.
2. to forgive, Plut.
II. to come towards, join as an ally, Lat. accedere alicui, Thuc., Xen.
III. to go against the enemy, Xen.