θεόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόγλωσσος Medium diacritics: θεόγλωσσος Low diacritics: θεόγλωσσος Capitals: ΘΕΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: theóglōssos Transliteration B: theoglōssos Transliteration C: theoglossos Beta Code: qeo/glwssos

English (LSJ)

ον, with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.

German (Pape)

γυναῖκες, göttlich redend, von Dichterinnen, Antip.Thess. 23 (IX.26); Nonn.

Russian (Dvoretsky)

θεόγλωσσος: одаренный божественным языком, т. е. поэтическим даром (γυναῖκες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.

Greek Monolingual

θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. άγλωσσος, πολύγλωσσος].

Greek Monotonic

θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεό-γλωσσος, ον γλῶσσα
with the tongue of a god, Anth.