παραπλάζω

From LSJ
Revision as of 17:25, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, acc.")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάζω Medium diacritics: παραπλάζω Low diacritics: παραπλάζω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΖΩ
Transliteration A: paraplázō Transliteration B: paraplazō Transliteration C: paraplazo Beta Code: parapla/zw

English (LSJ)

used by Hom. in aor. Act. παρέπλαγξα and Pass. -επλάγχθην:—A cause to wander from the right way, of seamen, drive out of their course, ἀλλά με… Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Od.9.81, cf. 19.187: metaph., lead astray, perplex, παρέπλαγξεν δὲ νόημα 20.346; αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν Pi.O.7.31:—Pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής the arrow went aside, Il.15.464; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς; E.Hipp.240: abs., err, be wrong, Pi.N. 10.6. II Act. intr., go astray, κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε Nic. Th.757.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάζω), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, ἀλλά με βορέης παρέπλαγξεν Κυθήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ νόημα, verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχθη, N. 10, 6; παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, κραδίη δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχθης τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, D. Hal. 11, 13.

French (Bailly abrégé)

f. παραπλάγξω, ao. παρέπλαγξα, ao. Pass. παρεπλάγχθην;
1 écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; Pass. dévier;
2 égarer l'esprit, troubler la raison, acc. ; Pass. avoir l'esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.
Étymologie: παρά, πλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πλάζω uit de koers slaan:; με... Βορέης... παρέπλαγξεν Κυθήρων Boreas blies mij uit de koers weg van Cythera Od. 9.81; overdr.:; Ἀθήνη... παρέπλαγξεν... νόημα Athene had hun denkvermogen lamgeslagen Od. 20.346; pass.: παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ik ben mijn gezonde verstand kwijt Eur. Hipp. 240.

Russian (Dvoretsky)

παραπλάζω: (fut. παραπλάγξω, aor. pass. παρεπλάγχθην)
1 сбивать (с дороги), уносить (прочь) (Ὀδυσῆα Μαλειῶν Hom.): παρεπλάγχθη οἱ ἄλλῃ ἰός Hom. стрела у него полетела в сторону;
2 приводить в смятение, сбивать с толку (νόημα Hom.): ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς; Eur. куда девался мой здравый рассудок?

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάζω: μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, ἀλλά με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, περιπλέκω, παρέπλαγξε δὲ νόημα Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής, τὸ βέλος παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.

English (Autenrieth)

aor. παρέπλαγξε, part. fem. παραπλάγξᾶσα, pass. aor. παρεπλάγχθη: cause to drift past, drive by or away from, Od. 9.81, Od. 19.187; pass., swerve away from the mark, Il. 15.464; met., confuse, perplex, Od. 20.346.

English (Slater)

παραπλάζω
   a act., cause to wander αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν (O. 7.31)
   b pass., go astray met. οὐδ' περμήστρα παρεπλάγχθη, μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος (N. 10.6)

Greek Monolingual

Α
1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ
2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους
3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.)
4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.)
5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάζω «πλανώ, εκτρέπω, απομακρύνω»].

Greek Monotonic

παραπλάζω: μέλ. -πλάγξω, αόρ. αʹ παρ-έπλαγξα, Παθ. -επλάγθην· κάνω κάποιον να παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, οδηγώ έξω από την πορεία, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., οδηγώ έξω από το δρόμο, περιπλέκω, στον ίδ. — Παθ., παρεπλάγχθη ἰός, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· παραπλαγχθῆναι γνώμης, ξεφεύγω, ξεστρατίζω από τη λογική, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -πλάγξω aor1 παρ-έπλαγξα pass. -επλάγχθην
to make to wander from the right way, to drive seamen from their course, Od.:—metaph. to lead astray, perplex, Od.:—Pass., παρεπλάγχθη ἰός the arrow went aside, Il.; παραπλαγχθῆναι γνώμης to wander from reason, Eur.