κρανίο
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
το (AM κρανίον)
1. ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο κύτος που περιέχει τον εγκέφαλο
2. το κεφάλι
3. νεκροκεφαλή
4. φρ. «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος», ΚΔ)
μσν.
πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρἄνον (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, πρβλ. κιονόκρανον, ωλέκρανον) + κατάλ. -ιον. Ο τ. κράνον θα πρέπει να προήλθε είτε < κρασ-νον, οπότε αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «κεφάλι», της οποίας σώζεται η γεν. κρά-ατος (< κράσ-ατος, βλ. λ. κραίνω [Ι]) είτε < κάρα, γεν. κρατός, αναγόμενος στη συνεσταλμένη βαθμίδα kr- της ΙΕ ρίζας ker-ә «κέρας, κεφαλή» ή στην παρεκτεταμένη της μορφή krs-n. Η γλώσσα του Ησυχίου κράνα
κεφαλή είναι αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες (πρβλ. κρανιοθρυψία, κρανιοπλαστική)].
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κρανιακός
νεοελλ.
κρανιωτά, τα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρανιόλειος
μσν.
κρανιοκέφαλος
νεοελλ.
κρανιεκτομή, κρανιηλασία, κρανιόγραμμα, κρανιογράφημα, κρανιογραφία, κρανιογραφικός, κρανιογράφος, κρανιοειδής, κρανιοθηρία, κρανιοθλάστης, κρανιοθραύστης, κρανιοθρύπτης, κρανιοθρυψία, κρανιοκλασία, κρανιοκλάστης, κρανιολατρεία, κρανιολογία, κρανιολογικός, κρανιολόγος, κρανιομαλάκυνση, κρανιομαντεία, κρανιομαντικός, κρανιοπλαστία, κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός, κρανιοσκόπος, κρανιοστάτης, κρανιοσωματικός, κρανιοτομία, κρανιοτόμος, κρανιοφαρυγγίωμα, κρανιοφόρο. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): δίκρανο(ν), επίκρανο(ν), κιονόκρανω(ν), ωλέκρανο(ν)
αρχ.
βούκρανον, ημίκρανον, κιόκρανον, λέκρανον, λεοντόκρανον, μεσόκρανον, ολέκρανον, οχετόκρανον, πάγκρανον, περίκρανον, ποτίκρανον, τοιχόκρανον
νεοελλ.
τρίκρανο, ωλενόκρανο].