διηγέομαι

From LSJ
Revision as of 07:36, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηγέομαι Medium diacritics: διηγέομαι Low diacritics: διηγέομαι Capitals: ΔΙΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diēgéomai Transliteration B: diēgeomai Transliteration C: diigeomai Beta Code: dihge/omai

English (LSJ)

set out in detail, describe, (ἔργα) Heraclit.1; πρᾶγμα Ar. Av.198; τὴν ἀλήθειαν περί τινος Antipho1.13, cf. Th.6.54, Pl.Prt. 310a, al.; περὶ ταύτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι D.21.77: c. acc. pers., οἷον… σὺ τοῦτον διηγῇ such as you describe him, Pl.Tht.144c.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. act. διηγήσω PStras.233.4 (III d.C.)]
I tr.
1 exponer, referir, narrar c. ac. de abstr. (ἔργα) Heraclit.B 1, (ἐρωτικὴν ξυντυχίαν) Th.6.54, τὸ πρᾶγμα Ar.Au.198, τὸν Παυσανίου λόγον Pl.Smp.180c, cf. Prt.310a, Tht.158c, τὸ ὄναρ X.An.4.3.8, cf. 2.1.29, τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.13, cf. Is.1.32, ἅπαντα τὰ πραχθέντα D.37.3, cf. 21.36, 33.10, Men.Asp.22, Anticl.4, LXX Es.10.3, Plb.38.6.2, D.H.Pomp.5.6, D.S.24.12, Ph.1.217, I.Vit.311, Eu.Luc.8.39, Sor.125.5, Ath.190f, 330c, Plu.Per.16, D.L.9.74, X.Eph.5.4.3, Aristid.Or.35.28, γῆρας διηγοῦμαι me estoy refiriendo a la vejez Longin.9.14, τὴν ἑαυτοῦ γνώμην Luc.Nigr.3, cf. Herm.34, Paus.1.14.2, Arr.Epict.2.17.36, Lib.Ep.730.3, PRein.48.5 (II d.C.), Aristid.Quint.3.26, Philostr.Her.7.2, Ach.Tat.2.12.2, ἵνα σοι κατὰ πρόσωπον διηγήσομαι τὰ συμβάντα μοι para contarte en persona lo que me ha sucedido, PLond.479.7 (III d.C.), cf. Gr.Nyss.Pss.58.13, BGU 846.14 (II d.C.), D.C.52.8.8, Chrys.M.47.322, Origenes Io.10.11, c. ac. int. ἃ διηγεῖται Hp.Epid.6.2.24, δ. ... τὸ διήγημα Aeschin.Ep.4.5, c. complet. de inf. καθάπερ Ἀριστοτέλης ... διηγεῖτο τοὺς πλείστους ... παθεῖν Aristox.Harm.39.8, cf. Luc.Charid.10, c. ὡς Thphr.Char.8.5, Aesop.306, Hld.2.14.3, c. interr. indir. οἵαν ... δίαιταν κατεσκεύασε X.Lac.5.1, cf. Eq.10.5, Ph.2.590, I.AI 11.185, Eu.Marc.5.16, Act.Ap.9.27, Longus 3.8.1, X.Eph.2.9.4
introduciendo estilo dir. περὶ τῆς ... κατασκευῆς οὕτως ... διηγεῖται· I.Ap.1.196, cf. Ach.Tat.1.12.2, c. adverb. o giros adv. y prep. τερατωδεστέρως διηγεῖσθαι Hp.Prorrh.2.3, cf. Ar.V.1196, ἀκριβῶς δ. Lys.1.20, Aeschin.2.155, ἔργον ῥήτορος ... διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα Arist.Fr.133, cf. Rh.1417b13, D.H.Th.13.3, ἐντεῦθεν ἄρξομαι διηγεῖσθαι fórmula empleada en oratoria para pasar a la exposición tras el proemio, Isoc.19.4, cf. Lys.13.4, περὶ παρθένων τινῶν διηγούμενος Ath.608a
c. distrib. enumerar τὰς ... ἀποικίας καθ' ἕκαστον las colonias una por una And.3.9
explicar τὸ ὄνομα σοῦ τοῖς ἀδελφοῖς μου LXX Ps.21.23, en comentario al mismo pasaje διήγησαί μοι τὸν πατέρα σου τὸν θεόν háblame de Dios tu padre Clem.Al.Prot.11.113, c. interr. dir. δ., τί ἐστι τὸ πονεῖν Origenes Hom.6.2 in Ier.(p.48).
2 explicar como c. dos ac. τὸν δὲ ἐν Καφαρναοὺμ υἱὸν αὐτοῦ διηγεῖται τὸν ἐν ὑποβεβηκότι μέρει τῆς μεσότητος τῷ πρὸς θάλασσαν Origenes Io.13.60, c. ac. y ἀντί c. gen. τὸ «Ἐξῆλθον δὲ ἐκ τῆς πόλεως» διηγήσατο ἀντὶ τοῦ ἐκ τῆς προτέρας αὐτῶν ἀναστροφῆς οὔσης κοσμικῆς Origenes Io.13.31.
3 c. ac. de pers. describir τοῦτον Pl.Tht.144c.
II intr. hablar, conversar μετ' αὐτοῦ Aesop.301.

French (Bailly abrégé)

διηγοῦμαι;
exposer en détail, raconter, décrire, acc..
Étymologie: διά, ἡγέομαι.

German (Pape)

dep. med., auseinandersetzen, erzählen; Ar. Av. 198; Thuc. 6.54; Plat. Symp. 172c und A.; τινὶ περί τινος, Luc. D.Mar. 15.1.

Russian (Dvoretsky)

διηγέομαι: рассказывать, описывать (τι Arph., Plat., Arst., Luc.; τινα Plat. и περί τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

διηγέομαι: ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, περιγράφω, τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν περί τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., οἷον… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471.

English (Strong)

from διά and ἡγέομαι; to relate fully: declare, show, tell.

English (Thayer)

διηγοῦμαι (imperative 2nd person singular διηγοῦ, participle διηγούμενος); future διηγήσομαι; 1st aorist διηγησάμην; to lead or carry a narration through to the end, (cf. the figurative use of German durchfuhren); set forth, recount, relate in full: absolutely, τί, describe, γενεά, 3); τίνι followed by indirect discourse, πῶς etc., T omit; Tr brackets the dative); followed by ἅ εἶδον, ὅσα ἐποίησε or ἐποίησαν, Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, others; the Sept. often for סָפַר.) (Compare: ἐκδιηγέομαι.)

Greek Monotonic

διηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξηγώ, εκθέτω με λεπτομέρεια, περιγράφω, αφηγούμαι διεξοδικά, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to set out in detail, describe in full, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:dihgšomai 笛-誒給-哦買
詞類次數:動詞(8)
原文字根:經過-帶領 相當於: (סָפַר‎ / סׄפֵר‎)
字義溯源:充分敘述,詳盡告訴,細說,傳說,告知,告訴,講說,敘述,指引,敘述至終,述說;由(διά)*=通過)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(8);可(2);路(2);徒(3);來(1)
譯字彙編
1) 詳盡告訴(1) 徒9:27;
2) 就告訴(1) 徒12:17;
3) 述說(1) 來11:32;
4) 能述說(1) 徒8:33;
5) 告訴(1) 路9:10;
6) 告訴人(1) 可9:9;
7) 講說(1) 路8:39;
8) 告訴了(1) 可5:16