κυβερνήτης

From LSJ
Revision as of 14:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνήτης Medium diacritics: κυβερνήτης Low diacritics: κυβερνήτης Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kybernḗtēs Transliteration B: kybernētēs Transliteration C: kyvernitis Beta Code: kubernh/ths

English (LSJ)

(Aeol. κυμερνήτης, q.v.), ου, ὁ,
A steersman, pilot, Il.19.43, Od.9.78, A.Supp. 770, Hdt.2.164, Ar.Th.837, Th.7.70, Pl.R. 341c, etc.; skipper of Nile boat, ναύκληρος καὶ κυβερνήτης PHib.1.39.6 (iii B.C.), cf. PGiss.11 (ii A.D.), etc.
2 metaph., guide, governor, E.Supp.880, Pl.Phdr.247c; as an official title, PMasp.89 iii 1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes; Od. 3, 279; τὰς (νῆας) δ' ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ' ἴθυνον 9, 78; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Aesch. Suppl. 751; a. D., wie in Prosa; κυβερνήτεα im acc., Her. 8, 18; ihm entspricht der πρωρεύς auf der πρώρα, Xen. An. 5, 8, 20. – Übertr., bes. vom Lenker des Staates; πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν Eur. Suppl. 880; κυβερνήτῃ νῷ χρῆται Plat. Phaedr. 247 c.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. primit. pilote, chef de timonerie;
II. postér. officier de marine :
1 commandant en second d'un navire, subordonné au triérarque;
2 commandant de l'arrière.
Étymologie: κυβερνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνήτης -ου, ὁ Dor. κυβερνάτης [κυβερνάω] ep. gen. κυβερνήτεω, stuurman; overdr. bestuurder, leider:. ψυχῆς κ. νοῦς het verstand, de bestuurder van de ziel Plat. Phaedr. 247c.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνήτης: ου, эп. εω ὁ
1 кормчий, рулевой (οἱ κυβερνῆται ἔχον οἰήϊα νηῶν Hom.): χαλεπαίνει κ. τοῖς ἐν πρύμνῃ Xen. кормчий сердится на тех, кто работает в носовой части корабля;
2 перен. правитель, руководитель (sc. τῆς πόλεως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτης: -ου, ὁ, κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιοῦχος, Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C.

English (Autenrieth)

εω, and κυβερνητήρ, ῆρος: helmsman, pilot. (Od.)

Spanish

conductor

English (Strong)

from the same as κυβέρνησις; helmsman, i.e. (by implication) captain: (ship) master.

English (Thayer)

(κυκλεύω) 1st aorist ἐκύκλευσα; to go round (Strabo and other later writers); to encircle, encompass, surround: τήν παρεμβολήν, R G Tr ἐκύκλωσαν); (τινα, Tr marginal reading WH marginal reading; (see WH's Appendix, p. 171)).

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, -ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) κυβερνώ
1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν», Ευ ρ.)
2. αυτός που κυβερνά πλοίο ή άλλο όχημα και έχει το ανώτατο πρόσταγμα σ' αυτό (α. «ο κυβερνήτης του αεροσκάφους» β. «ο κυβερνήτης του υποβρυχίου» γ. «τὰς δ' ἄνεμός τε κυβερνῆται τ' ἴθυνον», Ομ. Οδ.)
3. ρυθμιστής, συντονιστής (α. «στο βοσκό τών τραγουδιών ήρθες, κυβερνήτρα τών καρδιών», Παλαμ.
β. «ἡ γὰρ ἀχρώματός τε... καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως ψυχῆς οὖσα κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ», Πλάτ.)
νεοελλ.
τίτλος του πρώτου μετά την απελευθέρωση ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.

Greek Monotonic

κῠβερνήτης: -ου, ὁ (κυβερνάω),
1. κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιούχος, πλοηγός, Λατ. gubernator, σε Όμηρ. κ.λπ.· Ιων. αιτ. κυβερνήτεα, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., οδηγός, κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

κῠβερνήτης, ου, κυβερνάω
1. a steersman, helmsman, pilot, Lat. gubernator, Hom., etc.: ionic acc. κυβερνήτεα Hdt.
2. metaph. a guide, governor, Eur., Plat.

Chinese

原文音譯:kubern»thj 去卑而尼帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:駕馭(者)
字義溯源:舵手,航船者,船主,掌船的,掌舵的;源自(κυβέρνησις)=領導),而 (κυβέρνησις)出自(κυβεία)X*=駕馭)
出現次數:總共(2);徒(1);啓(1)
譯字彙編
1) 船主(1) 啓18:17;
2) 掌舵的(1) 徒27:11

English (Woodhouse)

pilot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

conductor en plu. ref. a divinidades indefinidas ἐπικαλοῦμαι ... ὦ τῶν Νεμέσεων τῶν σὺν ὑμῖν διατριβουσῶν τὴν πᾶσαν ὥραν κυβερνῆται os invoco a vosotros, conductores de las Némesis que con vosotros pasan todo el tiempo P XII 221

Translations

steersman

Bulgarian: кормчия, рулеви; Czech: kormidelník; Galician: temoneiro; Ancient Greek: κυβερνήτης; Irish: stiúrthóir; Maori: kaitia, kaiwhakaue, kaiurungi; Telugu: నావికుడు

helmsman

Afrikaans: stuurman; Armenian: ղեկավար; Old Armenian: ղեկավար; Assamese: কাণ্ডাৰী, গুৰিয়াল, কেৰুৱালি; Belarusian: штурман, рулявы, стырнавы, стырнік; Bulgarian: щурман, рулеви, кормчия; Catalan: timoner; Chinese Mandarin: 舵手; Cornish: lewydh, lewydhes; Czech: kormidelník; Danish: styrmand, rorgænger c); Dutch: stuurman, roerganger; Early Assamese: কাণ্ডাৰ; Faroese: stýrimaður; Finnish: peränpitäjä, ruorimies, perämies; French: barreur, timonier; Galician: temoneiro, timoeiro, rodista; German: Steuermann, Rudergänger; Greek: πηδαλιούχος; Ancient Greek: κυβερνήτης; Hebrew: הַגַּאִי‎, תּוֹפֵשׂ הֶגֶה‎; Hungarian: kormányos; Italian: timoniere, nocchiero, nocchiere; Japanese: 舵手; Korean: 키잡이, 타수(舵手); Latin: gubernator; Macedonian: кормилар; Maori: kaitia, kaiwhakaue, kaiurungi; Norman: bârryi; Norwegian Bokmål: styrmann; Ottoman Turkish: دومنجی‎; Polish: sternik; Portuguese: timoneiro; Romanian: cârmaci; Russian: штурман, рулевой, кормчий; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏ма̄р, кормѝла̄р; Roman: kȑmār, kormìlār; Slovak: kormidelník; Slovene: krmar; Spanish: timonel; Swedish: rorsman, rorgängare; Tagalog: tagaugit; Turkish: dümenci; Ukrainian: штурман, рульовий, кермовий, стерновий, керманич

skipper

Avestan: 𐬥𐬀𐬎𐬎𐬁𐬰𐬋‎; Bulgarian: шкипер; Danish: skipper, skibsfører, kaptajn; Dutch: schipper, kapitein; Faroese: skipari; Finnish: kippari; French: skipper; German: Schiffer, Kapitän, Schiffskapitän; Hebrew: סְקִיפֶּר‎, רַב סַפָּן‎; Italian: skipper; Norwegian Bokmål: kaptein, skipper; Nynorsk: kaptein, skipper; Persian: ناخدا‎; Russian: шкипер, капитан; Scottish Gaelic: sgiobair; Spanish: patrón; Swedish: skeppare, kapten c

Lexicon Thucydideum

gubernator, helmsman, pilot, 1.143.1, 2.84.3. 2.87.8. 4.11.4. 4.12.1, 4.75.1. 7.36.5. 7.39.2, 7.62.1. 7.70.3. 7.70.6.