μήν
English (LSJ)
ὁ,
A v. μείς. II Μήν, an Anatolian divinity, IG22.1365,1366, etc.; nom. sg. Μείς Supp.Epigr.4.647.2, 648.3 (Lydia).
μήν, Dor. (Epich.78, etc.), Aeol. (Sapph.Supp.23.5, etc.), and old Ep. μάν (in Hom.always folld. by a vowel exc. Il.5.895,765, whereas μήν is folld. by a consonant exc. in Il.19.45; original μάν has prob. been changed to μέν exc. when the metre prevented), a Particle used to strengthen asseverations,
A verily, truly; a synonym of μέν but stronger, and like it always following the word which begins the clause, ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μ. τετελεσμένον ἔσται and so verily... Il.23.410; ἴστε μὰν . . ye know doubtless, Pi.I.4(3).35: freq. with imper., ἄγε μ. on then, Il.1.302; ἄγρει μάν 5.765; ἄναγε μάν A.Ch.963 (lyr.); ἕπεο μάν S.OC182 (lyr.). II after other Particles, 1 ἦ μήν, now verily, full surely, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν Il.2.291, cf. h.Ap.87, Hes. Sc.101; ἦ μάν Il.2.370, 13.354, Sapph.l.c., Pi.P.4.40, al. (εἶ μάν IG5 (1).1390.27 (Andania, i B.C.)): strengthd., ἦ δὴ μάν Il.17.538: freq. later in strong protestations or oaths, c. inf., ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν A.Th.531, cf. S.Tr.1186, X.An.2.3.26: in negation, ἦ μ. μή . . Th.8.81, etc. (but also ὀμνύω μὴ μὰν φρονησεῖν SIG527.36 (Crete, iii B.C.)): in Prose also to begin an independent clause, ὀμνύω... ἦ μ. ἐγὼ ἐθυόμην X.An.6.1.31; καὶ νὴ τὸν κύνα, . . ἦ μ. ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Pl. Ap.22a. 2 καὶ μήν, sts. simply to add an asseveration, v. sub init., cf. Pi.N.2.13, etc.; καὶ δὴ μάν Theoc.7.120: freq. to introduce something new or deserving special attention, καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον Od.11.582, cf. 593, A.Pr.459, Pers.406, etc.; esp. in dramatic Poets to mark the entrance of a person on the stage, here comes... Id.Th.372, E.El.339; also ὅδε μ. Αἵμων S.Ant.626 (anap.), etc.; of new facts, and besides, nay more, καὶ μήν . . γε A.Pr.982, cf. Ar.Pax 369, X.Smp.4.15, etc.; in Orators to introduce new arguments, καὶ μήν . . γε Pl.Tht.153b, D.21.56; to introduce a counter-argument, Ar.Nu.1185, Pl.Grg.452c; καὶ μὴν καί D.27.30, etc.: also in answers, to denote approbation or assent, ἀλλ' ἢν ἐφῇς μοι . . λέξαιμ' ἂν ὀρθῶς. Answ. καὶ μ. ἐφίημι well, I allow it, S.El.556; μὴ νῦν διάτριβ', ἀλλ' ἄνυε πράττων . . Answ. καὶ μ. βαδίζω Ar.Pl.413 (v.l.), cf. Ra.895, E.Hec.317; so καὶ μ. . . γε Pl.R.426e, etc. 3 ἀλλὰ μήν, yet truly, Id.Pers.233, etc.; ἀλλὰ μάν Ar.Ach.765; ἀλλὰ μήν . . γε Id.Ra.258; to allege something not disputed, Pl.Tht.187a: rarely separated, ἀλλ' ἐστὶ μ. οἰκητός S.OC28; ἀλλ' οὐδ' ἐγὼ μ. . . E.Hec.401: more strongly, ὅμως μ. Pl.Plt.297d. 4 ναὶ μήν, above all, Emp.76.2. 5 οὐ μήν, of a truth not, Il.24.52, A.Ag.1068, etc.: elsewh. in Hom. οὐ μάν, Il.12.318, etc.; μὴ μάν (Att. μὴ μήν) oh do not, 8.512, 15.476, etc.; ἀλλ' οὐ μάν 17.41; ἀλλ' οὐ μάν . . γε S.OC153 (lyr.); οὐδὲ μάν Pi.P.4.87. 6 ὡς μήν, = ἦ μήν, ὀμμνύω Δία . . ὡς μ. κρινεῖν τὰ ἀντιλεγόμενα Delph.3(1).362 i 40. III after interrogatives, τί μ.; well, what of it? A.Eu.203, Pl.Tht.145e, etc.; τί μ. οὔ well, why not? E. Rh.706 (lyr.); τῶς μ.; well, but how . . ? X.Cyr.1.6.28; τίνος μ. ἕνεκα; ibid.; ποῦ μ.; to express surprise, Pl.Tht.142a; ἀλλὰ πότε μήν; X. Smp.4.23. IV with adversative force, esp. after a neg., so that it is equivalent to μέντοι, νῦν ἐμὲ μὲν στυγέει... ἔσται μὰν ὅτ' ἄν . . Il. 8.370-373; οὐ μὴν ἄτιμοι . . τεθνήξομεν A.Ag.1279; ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ' ἐπίστασθαι... οὐδὲν μ. κωλύει κτλ. Pl.Phdr.268e, cf. Grg.493c, R.529e, etc.; χαλεπῶς ἔχει ὑπὸ τραυμάτων, μᾶλλον μ. αὐτὸν αἱρεῖ τὸ νόσημα Id.Tht.142b; expressed more strongly by γε μ., Pi.P.7.18, A.Th.1067 (anap.), S.OC587, X.Cyr.6.1.7, etc.; also οὐ μ. . . γε A. Pr.270, Th.538; οὐδὲ μ. ib.809, Ch.189; οὐ μ. οὐδέ nor yet indeed, Th. 1.3, 82, etc.; οὐ μὰν οὐδέ Il.4.512; ἀλλ' οὐ μὰν οὐδέ 23.441:—on οὐ μὴν ἀλλά, v. ἀλλά 11.5.
German (Pape)
[Seite 174] dor. μάν, vgl. auch μέν, starke Bejahung, Betheuerung ausdrückend, bes. bei einem Befehl oder Versprechen, ja, für wahr, allerdings; ἄγε μὴν πείρησαι, Il. 1, 302, wohlan denn, versuche es doch; ἕπεο μάν, Soph. O. C. 178, s. auch weiter unten; ἦ μήν, ja wahrlich, Il. 9, 57; Hes. Sc. 11. 101; Aesch. Prom. 73 u. öfter; bes. nach ὄμνυμι, Spt. 513; Ar. Nubb. 855 u. sehr häufig; – καὶ μήν, und doch fürwahr, Il. 19, 45. 23, 410; Aesch. Prom. 246. 457 u. sonst oft; καὶ μὴν πεπωκώς γε, Ag. 1161; Ar. Th. 200; – οὐ μήν, fürwahr nicht, Il. 24, 52 Od. 16, 440 u. öfter; Aesch. Spt. 520; οὐ μήν τι ποιναῖς γε ᾠόμην τοίαισί με κατισχανεῖσθαι, Prom. 268; Soph. O. R. 810; οὐδὲ μήν γε Ar. Vesp. 480; Plat. Phaed. 93 a; auch οὐ μὴν ἀλλά – γε, Gorg. 449 c; οὐδὲ μήν – γε, Parm. 164 a; – ἀλλὰ μήν, aber ja, doch, Aesch. Pers. 229; ἀλλὰ μὴν εὔνους γε, 222; ἀλλὰ κἀγὼ μήν, Ag. 1637; ἀλλ' ἔστι μὴν οἰκητός, Soph. O. C. 28; öfter bei Plat. u. sonst in Prosa; ἀλλ' οὐ μήν, Plat. Parm. 149 a; – γε μήν, Aesch. Spt. 1054; ἄνα γε μὰν δόμοι, Ch. 957; ὅρα γε μήν, Soph. O. C. 593, vgl. El. 961; τόδε γε μὴν ἔχεις λέγειν ὅτι, Plat. Parm. 153 a, öfter; Xen. Mem. 1, 4, 5 u. A.; – τί μήν; warum nicht? Aesch. Eum. 194, wie Plat. Polit. 258 b u. öfter; ποῦ μήν; wo aber? Theaet. 142 a; ποῖα μὴν λέγεις; Rep. VII, 523 b. ηνός, ὁ, vgl. μείς, der Monat, Il. 2, 292 u. öfter; μηνῶν φθινόντων, im Verlaufe der Monate, oder als die Monate, das Jahr zu Ende ging, Od. 10, 470 u. öfter; vgl. ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, Od. 11, 294. 14, 293; aber μὴν φθίνων, Od. 14, 162. 19, 307, ist die zweite Hälfte des Mondes, im Ggstz des ἱστάμενος μήν, der ersten Hälfte des Monats, vgl. Hes. Th. 51; Her. 6, 106; wenn der Monat wie gew. in drei Dekaden getheilt wird, werden diese durch den Zusatz ἱσταμένου μηνός, μεσοῦντος, φθίνοντος unterschieden, die zweite und dritte aber auch durch ἐπὶ δεκάδι, ἐπὶ εἰκάδι bezeichnet. – In dem letzten Drittel werden die Tage wie im römischen Kalender rückwärts gezählt: μηνὸς Ἀρτεμισίου τετάρτῃ φθίνοντος, am vierten Tage vor dem Ende des Monats Artemision, Thuc. 5, 19. – Aus der Eintheilung und Berechnung der Monate nach dem Mondlauf erklärt sich, daß Thuc. 2, 4 τελευτῶντος τοῦ μηνός als Grund der dunkeln Nacht angeführt wird, wo der Mondschein zu Ende ging; οἱ δὲ συγγενεῖς μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν, d. i. die ganze Lebenszeit, Soph. O. R. 1083; πλήθει πολλῶν μηνῶν, von einer langen Zeit, Phil. 713; κύκλος πανσέληνος μηνὸς διχήρης, der den Monat theilt, Eur. Ion. 1156; δεκάτῳ μηνὸς ἐν κύκλῳ, 1486; μῆνες ἐμβόλιμοι, Schaltmonate, Her. 1, 32; μήνεσι, 4, 43. 8, 51, mit der v. l. μησί (dor. μασί, Theocr. 17, 127); μῆνες οἱ χειμερινοί, Thuc. 6, 21; Plat., der ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας verbindet, Phil. 30 c u. Folgde. – Μῆνες heißt auch die monatliche Reinigung der Frauen, sonst ἐμμήνια.
Greek (Liddell-Scott)
μήν: παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς ἀρχ. Ἐπικ. μάν, μόριον ἐν χρήσει πρὸς ἐνίσχυσιν διαβεβαιώσεων, διαμαρτυριῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. vero, ἀληθῶς, τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, ὄντως, κτλ. Εἶναι ἰσχυρότερος τύπος τοῦ μέν, ὅπερ παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἦν ἐν χρήσει σχεδὸν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον (ἴδε μὲν ἐν ἀρχ.), καὶ ὡς ἐκεῖνο ἀείποτε εἵπετο μετὰ τὴν πρώτην λέξιν τῆς προτάσεως, ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται, καὶ ἀληθῶς θὰ εἶναι τετελεσμένον..., Ἰλ. Ψ. 410, Ὀδ. Π. 440· ἴστε μάν..., γινώσκετε ἀναμφιβόλως, Πινδ. Ι. 4 (3). 58, κτλ.· συχνὸν μετὰ τῆς προστ., ἄγε μήν, Λατ. age vero, «ἐμπρὸς λοιπόν», Ἰλ. Α. 302· ἄγρει μὰν Ε. 765· ἄνα γε μαν Αἰσχύλ. Χο. 963· ἕπεο μὰν Σοφ. Ο. Κ. 182· ὅρα γε μὴν αὐτόθι 587, κτλ. ΙΙ. ἡγουμένων ἄλλων μορίων, 1) ἦ μήν, κατὰ ἀλήθειαν, ἀληθέστατα, βεβαιότατα, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστὶν Ἰλ. Β. 291, πρβλ. Ι. 57, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 11. 101· οὕτως, ἦ μὰν Ἰλ. Β. 370., Ν. 354, Πίνδ.· ἐπιτεταμ., ἦ δὴ μὰν Ἰλ. Ρ. 538· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ ἰσχυρῶν διαμαρτυριῶν ἢ ὅρκων, μετ’ ἀπαρ., ὄμνυσι δ’ ἦ μὴν λαπάξειν Αἰσχύλ. Θήβ. 531, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1186, Ξεν. Ἀν. 2. 3. 26· καὶ ἐν ἀρνήσει, ἦ μὴν μή…, Θουκ. 8. 81, κτλ.· παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως ἐν ἀρχῇ ἀνεξαρτήτου προτάσεως, ὀμνύω…, ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· καὶ νὴ τὸν κύνα, … ἦ μὴν ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Πλάτ. Ἀπολ. 22Α· ― οὕτω, μὴ μάν… ἀπολοίμην Ἰλ. Χ. 304, κτλ.· ― ἴδε μὲν Α. Ι. 2) καὶ μήν, ἐνίοτε ἁπλῶς εἰσάγει σοβαρὰν διαβεβαίωσιν, ἴδε ἐν ἀρχ., πρβλ. Πινδ. Ν. 2. 18, κτλ.· καὶ δὴ μὰν Θεόκρ. 7. 120· ― συχνάκις δὲ εἰσάγει τι νέον ἢ ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς, καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον Ὀδ. Λ. 582, πρβλ. 593, Αἰσχύλ. Πρ. 459, Πέρσ. 406, κτλ.· ἰδίως παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς χρησιμεύει πρὸς δήλωσιν ὅτι πρόσωπόν τι ἐμφανίζεται ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἰδού…, νὰ καί…, καὶ μὴν ἄναξ ὅδ’ αὐτός… Αἰσχύλ. Θήβ. 372, Εὐρ. Ἡλ. 339, πρβλ. Σοφοκλ. Ἀντ. 626, κτλ.· οὕτως ἐπὶ νέων γεγονότων, καὶ προσέτι, καὶ μάλιστα, ἀκόμη… Αἰσχύλ. Πρ. 982, Ἀριστοφ. Εἰρ. 369, κτλ.· καὶ παρὰ τοῖς ῥήτορσι κτλ. πρὸς εἰσαγωγὴν νέου ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β, Δημ. 532, 17., 823. 1, κτλ.· οὕτως ἐπὶ ἀποκρίσεων πρὸς δήλωσιν συγκαταθέσεως, ὡς τὸ καὶ δή, ἀλλ’ ἢν ἐφῇς μοι… λέξαιμ’ ἂν ὀρθῶς. ― Ἀπόκρ. καὶ μὴν ἐφίημι, καλὰ λοιπὸν ἐπιτρέπω, ἀφίνω, Σοφ. Ἠλ. 556· μὴ νῦν διάτριβ’, ἀλλ’ ἄνυε πράττων… Ἀπόκρ. καὶ μὴν βαδίζω Ἀριστοφ. Πλ. 413, πρβλ. Βατρ. 895, Εὐρ. Ἑκ. 317, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 14, Συμπ. 4. 15· οὕτω, καὶ μήν… γε Αἰσχύλ. Πρ. 982, 985, κτλ. 3) ἀλλὰ μήν, ἀληθῶς ὅμως…, Λατ. verum enimvero, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 226, 233, κτλ.· ἀλλὰ μὰν Ἀριστοφ. Ἀχ. 766· ἀλλὰ μήν… γε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 258· εἰσάγει ἀλήθειάν τινα ἀδιαφιλονείκητον, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α· σπανίως χωρίζεται: ἀλλ’ ἐστὶ μὴν οἰκητὸς Σοφ. Ο. Κ. 28· ἀλλ’ οὐδ’ ἐγὼ μήν… Εὐρ. Ἑκ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068· ― οὕτως, ἰσχυρότερον, ὅμως μὴν Πλάτ. Πολιτ. 297D. 4) οὐ μήν, ἀληθῶς ὄχι, Ἰλ. Ω. 52, καὶ Ἀττ.· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. οὐ μάν, Μ. 318, κτλ.· οὕτω, μὴ μὰν (Ἀττ. μὴ μήν), ὤ, μή…, Θ. 512., Ο. 476, κτλ.· ὡσαύτως, ἀλλ’ οὐ μὰν Ρ. 41· ἀλλ’ οὐ μάν…, γε Σοφ. Ο. Κ. 151· οὐδὲ μὰν Πινδ. Π. 4. 155. ΙΙΙ. μετὰ τὰ ἐρωτηματικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λαμβάνει πως ἀντιρρητικὴν δύναμιν, τί μήν; τί δέ; τί λοιπόν; δηλ. βέβαια, βεβαίως, φυσικώτατα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 203, Πλάτ. Θεαίτ. 145Ε, κτλ.· τί μὴν οὔ; Καὶ διὰ τί ὄχι; Εὐρ. Ρῆσ. 706· πῶς μήν; καὶ πῶς ὄχι; Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· ποῦ μήν; πρὸς δήλωσιν θαυμασμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 142Α· μετὰ τοῦ ἀλλά, ἀλλὰ τίνος μὴν ἕνεκα; Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· ἀλλὰ πότε μήν; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 23. ΙV. μὴν συχνάκις λαμβάνει ἐναντιωματικὴν δύναμιν, ἰδίως κατόπιν ἀρνήσεως, ὥστε ἀντικαθιστᾷ τὸ μέντοι, Λατ. tamen, νῦν μὲν στυγέει…, ἔσται μὰν ὅταν κτλ. Ἰλ. Θ. 370-373· οὐ μὴν ἄτιμοι… τεθνήξομεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1279, πρβλ. 1068· ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ’ ἐπίστασθαι…, οὐδὲν μὴν κωλύει κτλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, πρβλ. Γοργ. 493C, Πολ. 529Ε, κτλ.· χαλεπῶς ἔχει ὑπὸ τραυμάτων, μᾶλλον μὴν αὐτὸν αἱρεῖ ἡ νόσος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 142Β· ― τοῦτο ἐκφέρεται ἰσχυρότερον διὰ τοῦ γε μήν, Πινδ. Π. 7, 20, Αἰσχύλ. Θήβ. 1062, Σοφ. Ο. Κ. 587, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 7, κτλ.· ὡσαύτως, οὐ μήν… γε Αἰσχύλ. Πρ. 268, Θήβ. 538· οὐδὲ μὴν αὐτόθι 809, Χο. 189· καὶ οὐ μὰν οὐδὲ Ψ. 441· ― περὶ τοῦ οὐ μὴν ἀλλά, ἴδε ἀλλὰ ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
1particule d’affirmation;
certes, assurément ; se joint;
1 à un verbe : ἄγε μήν IL allez donc ! oui, allez !;
2 à un mot interrog. : πῶς μήν ; comment donc ? τί μήν ; quoi donc ? pourquoi donc ?;
3 à une autre particule : ἀλλὰ μήν, mais vraiment, mais en effet ; γε μήν, certes en vérité ; ἦ μήν, ἦ μάν dor., ἦ δὴ μάν, oui certes, oui vraiment ; chez les Trag. pour appeler l’attention sur un personnage qui entre, en scène : et tenez, justement voici, etc. ; dans le dialogue : et de plus, et en outre ; dans les réponses pour exprimer l’assentiment : καὶ μήν γε, oui certes, en vérité ; οὐ μήν, οὐ μάν, μὴ μήν, non certes, non cependant, cependant… ne pas ; οὐ μὴν ἀλλά (v. ἀλλά).
2μηνός (ὁ) :
mois : τοῦ μηνός XÉN chaque mois ; μηνὸς ἱσταμένου, ἐνεστῶτος μηνός, au commencement du mois (les 10 premiers jours), μηνὸς μεσοῦντος, le milieu du mois (du 11 au 20) ; μηνὸς φθίνοντος ou ἀπιόντος, la fin du mois (du 20 à la fin, en comptant à rebours) : μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος THC ou simpl. δεκάτῃ ἀπιόντος DÉM le 4ᵉ, le 10ᵉ jour de la dernière période du mois, càd le 27, le 21 ; abs. τελευτῶντος τοῦ μηνός THC à la fin du mois en gén. ; pour marquer une durée d’un ou plusieurs mois, on emploie μήν à l’acc. : ἐνα μῆνα IL durant un mois ; τρεισκαίδεκα μῆνας IL durant treize mois.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μέτρον, lat. mensis.
English (Autenrieth)
asseverative particle, indeed, in truth, verily, cf. μάν and μέν (2). μήν regularly stands in combination with another particle (καὶ μήν, ἦ μήν, οὐ μήν), or with an imperative like ἄγε, Il. 1.302.
μηνός: month, Il. 19.117. ;;: see μείς.
English (Slater)
μήν, μείς (μείς, μηνός, μηνί; μηνῶν.)
1 month μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε (O. 13.37) κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ (O. 6.32) ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (μεὶς ἐπιχώριος ὁ Δελφίνιος μὴν καλούμενος, καθ' ὃν τελεῖται Ἀπόλλωνος ἀγὼν Ὑδροφόρια καλούμενος. Σ: in Aigina) (N. 5.44) νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ποικίλα Hartung: ποικίλων codd.) (I. 4.18) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.75)
English (Slater)
μήν, μείς (μείς, μηνός, μηνί; μηνῶν.)
1 month μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε (O. 13.37) κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ (O. 6.32) ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (μεὶς ἐπιχώριος ὁ Δελφίνιος μὴν καλούμενος, καθ' ὃν τελεῖται Ἀπόλλωνος ἀγὼν Ὑδροφόρια καλούμενος. Σ: in Aigina) (N. 5.44) νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ποικίλα Hartung: ποικίλων codd.) (I. 4.18) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.75)