Ἀπόλλων
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ὁ, Apollo: gen. ωνος (also ω An.Ox.3.222): acc.
A Ἀπόλλω IG1.9, al., A.Supp.214, S.OC1091, Tr.209 (lyr.) (mostly in adjurations, νὴτὸν Ἀπόλλω, etc.), Ἀπόλλωνα Pl.Lg.624a, freq. later, Agatharch.7, etc.: voc. Ἄπολλον Alc.1, A.Th.159(lyr.), Cratin.186, etc.; Ἀπόλλων A.Ch.559; cf. Ἀπέλλων, Ἄπλουν. II Pythag. name of a number, Porph.Abst.2.36.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀπόλλων: ὁ, γεν. -ωνος, ἀλλὰ καὶ -ω ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 222: αἰτ. Ἀπόλλω Αἰσχύλ. Ἱκ. 214, Σοφ. Ο. Κ. 1091, Τρ. 209· (ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ὅρκοις, νὴ τὸν Ἀπόλλω κτλ.) Ἀπόλλωνα Πλάτ. Νόμ. 624Α, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.: κλητ. Ἄπολλον Ἀλκαῖος 1, Αἰσχύλ. Θήβ. 159, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, κτλ., Ἀπόλλων Αἰσχύλ. Χο. 559. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα ἂν καὶ ἐν ταῖς τετρασυλλάβ. πτώσεσιν ὁ Ὅμηρος λαμβάνει αὐτὴν ὡς μακράν, Ἰλ. Α. 14, 21, κ. ἀλλ.]. Ὁ Ἀπόλλων ἦν υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς, ἀδελφὸς δὲ τῆς Ἀρτέμιδος, γεννηθεὶς κατὰ μὲν τὴν Ἰλιάδα (Δ 101) ἐν Λυκίᾳ, κατὰ δὲ τοὺς Ὁμηρ. ὕμνους (Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 49 κἑξ.) καὶ μετεγεν. συγγραφ. ἐν Δήλῳ· ἀπεικονίζεται δὲ ἀεὶ νεαρὸς μετὰ κυμαινομένης κόμης, Ὀδ. Τ. 86. Παρ’ Ὁμήρῳ εἶναι ὁ δοτὴρ τῆς μαντοσύνης (Ἰλ. Α. 72), παρέχει εἰς τοὺς ῥαψῳδοὺς γνῶσιν τοῦ παρελθόντος καὶ θεωρεῖται ὡς μουσηγέτης, Ἰλ. Α. 603, πρβλ. εὐλύρας, χρυσολύρας, φορμικτής: εἶναι ὡσαύτως θεὸς τῆς τοξικῆς, ὄθεν καὶ καλεῖται ἀργυρότοξος, κλυτότοξος, ἕκατος, ἑκατηβόλος, κτλ.· πρὸς δὲ καὶ τῆς ἰατρικῆς, πρβλ. Παιάν, ἰατρός, ἰατρόμαντις. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος τῶν ἀνδρῶν ἀπεδίδετο εἰς τὰ ἀγανὰ αὐτοῦ βέλεα, ὡς ὁ τῶν γυναικῶν εἰς τὴν Ἄρτεμιν· ἐν δὲ τῇ Ἰλ. Α. 50 κἑξ. τὰ βέλη αὐτοῦ παρίστανται ὡς προξενοῦντα φοβερὸν λοιμόν. Πρβλ. Φοῖβος, Σμινθεύς, Λύκειος. Δὲν ἐταυτίσθη δὲ μετὰ τοῦ Ἡλίου, εἰ μὴ ἀργὰ μόνον, βεβαίως οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Αἰσχύλου. Λεπτομερὴς περιγραφὴ τῶν προσόντων τοῦ ἐνδόξου τούτου θεοῦ εὕρηται ἐν Πινδ. Π. 5. 85 κἑξ. Τὸ ὄνομα αὐτοῦ κατ’ Ἀρχίλ. 23 παράγεται ἐκ τοῦ ἀπόλλυμι. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, Εὐρ. 781, 11 κἑξ., ἀλλ΄ ἴδε Μυλλέρου π. Δωρ. 2. 6. § 6: - Ἴδε κατάλογον τῶν ὀνομάτων αὐτοῦ καὶ ἰδιοτήτων ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. τ. 4. Πίνακ. ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Apollon, dieu de la musique, des arts et de la poésie.
Étymologie: p. Ἀπέλλων, litt. qui éloigne le mal, de ἀπέλλω.
English (Autenrieth)
<<><>>απόλλωνος: Apollo, son of Zeus and Leto, and brother of Artemis, like her bringing sudden, painless death (see ἀγανός); god of the sun and of light, Φοῖβος, λυκηγενής, of prophecy (his oracle in Pytho, Od. 8.79), Il. 1.72, Od. 8.488; but not in Homer specifically god of music and leader of the Muses, though he delights the divine assembly with the strains of his lyre, Il. 1.603; defender of the Trojans and their capital, and of other towns in the Trojan domain, Cilla, Chryse, Il. 1.37, Il. 4.507; epithets, ἀκερσεκόμης, ἀφήτωρ, διΐφιλος, ἑκατηβόλος, ἕκατος, ἑκηβόλος, ἑκάεργος, ἰήιος, λᾶοσσό<<><>>ς, παιήων, χρῦσάορος, Σμινθεύς, Φοῖβος.