γελάω

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελάω Medium diacritics: γελάω Low diacritics: γελάω Capitals: ΓΕΛΑΩ
Transliteration A: geláō Transliteration B: gelaō Transliteration C: gelao Beta Code: gela/w

English (LSJ)

Ep. γελόω Od.21.105, Aeol. γέλαιμι Hdn.Gr.2.463, al.; Ep. part.

   A γελόωντες Od.18.40, γελώοντες, -ώωντες, or -οίωντες ib. 111, cf. 20.390; Ep. impf. γελώων or -οίων 20.347; Dor. part. γελᾶσα, 3pl. γελᾶντι, Theoc.1.36,90; Aeol. γελαίσας Sapph.2.5: Att. fut. γελάσομαι Pl.Phdr.252b, X.Smp.1.16, etc.; later γελάσω AP2.178 (Mel.), 11.29 (Autom.), Anacreont.38.8, etc.: aor. ἐγέλᾰσα E.IT276, etc.; Ep. ἐγέλασσα Il.15.101; Dor. ἐγέλαξα Theoc.20. <*>, v.l.ib.7.42; 3pl. γέλαν for ἐγέλασαν Poet. ap. EM255.6:—Pass., fut.-ασθήσομαι D.L.1.78, Luc.Am.2: aor. ἐγελάσθην D.2.10, (κατ-) Th.3.83, Pl. Euthphr.3c, etc.: pf. γεγέλασται (κατα-) Luc.DMort.1.1.    I abs., laugh, ἁπαλὸν γελάσαι Od.14.465; ἀχρεῖον γ. 18.163; γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν 20.347; δακρυόεν γ. Il.6.484; μηδὲν ἵλεων γ. S.Aj. 1011; ἡ δ' ἐγέλασσε χείλεσιν, of feigned laughter, Il.15.101; ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ his heart laughed within him, 21.389; γελῶ ὁρῶν Hdt.4.36:—Pass., εἵνεκα τοῦ γελασθῆι αι for the sake of a laugh being raised, D.2.19.    2 of things, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών Il. 19.362; γαῖά τε πᾶσ' ἐγέλασσε h.Cer.14; γελᾷ δέ τε δό ματα πατρός Hes.Th.40; γελῶντα ὑδάτη Lyr.Alex.Adesp.32.4.    II laugh at, ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Il.2.270, 23.784; ἐπ' ἀλλήλοισι γελῶσιν Thgn. 1113; γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ laughs scornfully at... A.Eu. 560 (lyr.); ἐπί τινι at a thing, X.Mem.4.2.5, Pl.Phlb.50a: freq. c. dat., γελᾷ δὲ τοῖσδε . . ἄχεσιν πολὺν γέλωτα S.Aj.957 (lyr.), cf. 1043, Ar. Nu.560; ἐγέλασα ψολοκομπίαις was amused at them, Id.Eq.696; ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem.110; εἰς ἐχθροὺς γ. S. Aj.79; ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς A.Ch.222: rarely c. gen. pers., γελᾷ μου S.Ph.1125 (lyr.), cf. Pl.Tht.175b, Luc.Dem.Enc.16, Procop.Goth.4.28 (v.l.).    2 c. acc., deride, τινά Theoc.20.1; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ . . ; X.Smp.2.19; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν; what is this you are laughing at? Ar.Nu.820:—Pass., to be derided, A.Eu.789 (lyr.), S.Ant. 839 (lyr.); πρός τινος Id.Ph.1023; παρά τινος Id.OC1423.

German (Pape)

[Seite 479] lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη; γναθμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσθαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.

Greek (Liddell-Scott)

γελάω: Ἐπ. γελόω, Ὀδ. Φ. 105, Αἰολ. γέλαιμι, Ἡρῳδιαν. π. μον. λεξ. σ. 23· Ἐπ. μετοχ. γελόωντες Ὀδ. Σ. 40, γελώοντες –ώωντες ἢ -οίωντες αὐτόθι 110., Υ. 390· Ἐπ. παρατ. γελοίων ἢ -ώων Υ. 347 (πρβλ. γελοιάω)· Δωρ. μετοχ. γελᾶσα, γ΄ πληθ. γελᾶντι (κοιν. –εῦσα, -εῦντι) Θεόκρ. 1. 36, 90 (ἴδε Ahrens Δωρ. Δ. σ. 197)· Αἰολ. γελαίσας (ἀντὶ -άσας) Σαπφ. 2. 5· ― Ἀττ. μέλλ. γελάσομαι, Πλάτ., Ξεν., κτλ.· μεταγεν. γελάσω, Ἀνθ. Π. 5. 179., 11. 29, Ἀνακρεόντ. 41. 8, κτλ.· ― ἀόρ. ἐγέλᾰσα, Εὐρ., κτλ.· Ἐπ. ἐγέλασσα, Δωρ. ἐγέλαξα, Θεόκρ. 7. 42., 20. 1· γ΄ πληθ. γέλαν ἀντὶ ἐγέλασαν (ὡς βρόντας ἀντὶ βροντήσας) Ε. Μ. 255. 6, ἐξ ἀρχαίου τινὸς ποιητοῦ. ― Παθ. μέλλ. –ασθήσομαι Διογ. Λ. 1. 78, Λουκ.· ἀόρ. ἐγελάσθην Δημ. 23. 22 (κατα-), Θουκ., Πλάτ., κτλ.· πρκμ. γεγέλασται (κατα-), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1. (√ΓΕΛ φαίνεται ὅτι ἐδήλου μᾶλλον λαμπρότητα προσώπου καὶ μειδιῶσαν εὐθυμίαν ἢ θορυβώδη γέλωτα, ἄν, ἐννοεῖται, αἱ λέξεις γqλήνη, γαληνός παράγονται ἐξ αὐτῆς). Ι. ἀπολ., γελῶ, ἁπαλὸν ἢ ἡδὺ γελᾶν, ἀχρεῖον γ., ἀλλοτρίοις γναθμοῖς γ., Σαρδόνιον γ. Ὅμ. (ἴδε τὰ ἐπίθετα ταῦτα)· δακρυόεν γ. Ἰλ. Ζ. 484· πρβπ. Σοφ. Αἴ. 1011· ἡ δ’ ἐγέλασσεν χείλεσιν, ἐπὶ προσπεποιημένου γέλωτος, Ἰλ. Ο. 101· ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ, ἡ καρδία του ἐντός του ἐγέλασεν, Φ. 389. ― Παθ., ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι, διὰ νὰ γείνῃ γέλως, Δημ. 23. 22. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐγέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν Ἰλ. Τ. 362· ὀδμῇ πᾶς τ’ οὐρανὸς..., γαῖά τε πᾶσ’ ἐγέλασσε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 14· γελᾷ δέ τε δώματα... θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ Ἡσ. Θ. 40. ΙΙ. γελῶ πρός τινα, διά τινα, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, Ψ. 784· ἐπ’ ἀλλήλοισι γελῶσιν Θέογν. 1113· γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ’ ἀνδρὶ θερμῷ, ἐμπαικτικῶς ἢ περιφρονητικῶς γελᾷ πρὸς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 560· ὡσαύτως, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 5, Συμπ. 2, 18· συχνάκις ὁμοίως μετὰ δοτ., γελᾷ δὲ τοῖσδε... ἄχεσιν πολὺν γέλωτα Σοφ. Αἴ. 957, πρβλ. 1043, Ἀριστοφ. Νεφ. 560· ἐγέλασα ψολοκομπίαις, ἀστεῖα μοὶ ἐφάνησαν, ὁ αὐτ. Ἱππ. 696· ὡσαύτως, εἰς ἐχθροὺς γ. Σοφ. Αἴ. 79· ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς Αἰσχύλ. Χο. 222· ― σπανίως, ὡς τὸ καταγελάω, μ. γεν. προσ., γελᾷ μου Σοφ. Φ. 1125, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 16. 2) μ. αἰτ., καταγελῶ, περιγελῶ, τινὰ Θεόκρ. 20. 1· ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ... Ξεν. Συμπ. 2, 19· τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; τί εἶναι τοῦτο διὰ τὸ ὁποῖο γελᾷς; Ἀριστοφ. Νεφ. 820· μὴ γελάσῃς... μοῖραν Ἐπιγρ. Ἑλλ. 284· ― ἐντεῦθεν κατὰ παθ., περιπαίζομαι, περιγελῶμαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, Σοφ. Ἀντ. 838· πρός τινος ὁ αὐτ. Φ. 1023· παρά τινος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1423.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐγέλων, f. γελάσομαι, postér. γελάσω, ao. ἐγέλασα, pf. inus.
Pass. f. γελασθήσομαι, ao. ἐγελάσθην, pf. seul. en compos.
I. primit. briller ; γέλασσε poét. δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς IL toute la terre alentour resplendit de l’éclat étincelant de l’airain;
II. p. suite, à cause de la joie qui illumine le visage, rire : γ. χείλεσιν IL rire des lèvres, càd d’un rire contraint ; avec un suj. de chose : ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ IL et son cœur se réjouit litt. fut riant ; γ. ἐπί τινι, τινά, τινός, ἐπί τινος rire de qqn ; γ. ἐπί τινι, τινί, τι rire de qch ; Pass. être un objet de dérision, être l’objet des railleries : πρός τινος, παρά τινος, de qqn.
Étymologie: pour *γελάσθω de la R. Γαλ, être clair, briller.

English (Autenrieth)

part. γελόωντες, γελώοντες, ipf. 3 pl. γελώων, aor. (ἐ)γέλα(ς)σεν, 3 pl. γέλα(ς)σαν, part. γελά(ς)σᾶς: laugh, ἡδύ, ‘heartily;’ ἁπαλόν, ἀχρεῖον, δακρυόεν, χείλεσιν, only ‘with the lips,’ i. e. not from the heart, Il. 15.101; fig., γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν | χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Il. 19.362; ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ‘laughed within me,’ Od. 9.413.

English (Slater)

γελάω
   1 smile ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι sc. Cheiron (P. 9.38) γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων (P. 10.36) c. part., εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ delights (I. 1.68)