πρόκειμαι

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκειμαι Medium diacritics: πρόκειμαι Low diacritics: πρόκειμαι Capitals: ΠΡΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prókeimai Transliteration B: prokeimai Transliteration C: prokeimai Beta Code: pro/keimai

English (LSJ)

used as Pass. of προτίθημι,

   A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105; τὰ π. ἀγαθά Id.9.82; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).    2 lie exposed, ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111; of a tuft of wool, S.Tr.702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj.427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83; esp. lie dead, A.Th.964 (lyr.), S.Aj.1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc.1012, cf. S.Ant.1101, Ar.Ec.537, Av.474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 (Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to... D.S.33.15 (dub.l.).    3 to be set before competitors, as the prize of a contest, τοῖσι . . προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc.312: hence,    b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R.533e, cf. Phdr.237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh.1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests, πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr.247b, cf.La.182a; καταγέλαστον... ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd.279d; to be extant, προοίμια π. Id.Lg.722e; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259,755; ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60; ἆθλα π. Lys.1.47, X.Cyr.2.3.2, etc.; τὸν π. πόνον E.Alc.1149; ἔχειν ἔργον π. Pl.R.407a; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant.1334, cf. E.Rh.984; so ξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc.551; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg.457d, La.184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec.401; πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54, cf. D.H. Rh.7.5.    4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, ἔργων ὧν νόμοι πρόκεινται S.OT865 (lyr.); π. σημήϊα Hdt.2.38; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ὀγδώκοντα ἔτεα ξόης πλήρωμα ἀνδρὶ προκεῖσθαι Id.3.22; ἀναγκαίη π. Id.1.11; τὸ θανεῖν . . πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 (Rhodes); of laws, νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant.481; of punishments, στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371; φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36; πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45.    5 to be first stated, οὐ πρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν Arist.Top.142b24.    II lie before, lie in front of, c. gen., Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς projecting further than, Hdt.2.12, cf. 4.99; ( codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr.925; πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R.514b; Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian.258; οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2: abs., of a cape, island, etc., ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3; τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27; παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13, etc.    2 bulge, project, ἡ γαστὴρ πρόκειται Hp.Mul.1.3.    III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.); ἡ π. βοτάνη above-mentioned, PMag.Par.1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).    2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.

German (Pape)

[Seite 729] (s. κεῖμαι), vorliegen, vor einem andern Gegenstande liegen; Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, Her. 2, 12; ἐν τῇ θαλάττῃ, sich ins Meer erstrecken, Xen. An. 6, 3, 3; οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι, Pol. 1, 48, 2, u. oft; übh. vor Augen liegen, da-, bereitliegen, wie bei Hom. oft ὀνείατα προκείμενα, die vorgesetzten Speisen; πρόκεισαι, du liegst hingestreckt da, Aesch. Spt. 948; vgl. ἡμεῖς ἂν προὐκείμεθ' αἰσχίστῳ μόρῳ, Soph. Ai. 1038; dah. von den Todten, κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον, Ant. 1088; so Ar. Av. 474 Eccl. 537; auch ᾡ χρυσήλατος προὔκειτο μαστῶν περονίς, worin befestigt war, Soph. Tr. 921; παιδίον προκείμενον, vor aller Augen hingestellt, Her. 1, 111; u. übertr., γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, drei Meinungen lagen vor, 3, 83. 7, 16; ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου, 9, 60; τὰ προκείμενα ἀγαθά, die vorliegenden Güter, 9, 82; σημήϊα, vorgezeichnete, festgesetzte Kennzeichen, 2, 38; ἡμέραι, festgesetzte, bestimmte Tage, 2, 87; u. wie es hier eigtl. als perf. pass. dem προτίθημι entspricht, auch von Belohnungen und Kampfpreisen, die ausgesetzt sind, Hes. Sc. 312; ἆθλα, Plat. Rep. X, 608 c; ἀγὼν ψυχῆς πέρι πρόκειται, Eur. Or. 845; vgl. Plat. Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 2, 3, 2; vgl. noch Aesch. οὐδ' ἐστὶν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον; Prom. 257, wie μόχθων, 757, πᾶσι στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκεί μενον, war als Strafe verhängt, Pers. 363; vgl. φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει, Soph. Ant. 36; νόμοι πρόκεινται, O. R. 865; Ant. 477; aber τὰ νῦν δ' ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι schließt sich an die ersten Beispiele, beschimpft bin ich so hingestellt, Ai. 422; εἴ τι πράσσει ν τῶν προκειμένων θέλεις, Eur. Rhes. 984; πρόκειται περὶ σωτηρίας, es liegt die Berathung vor über die Rettung, Ar. Eccl. 401; ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται, Plat. Phaedr. 237 c; οἷς τοσούτων πέρι ὅσων ἡμῖν σκέψις πρόκειται, Rep. VII, 533 e; oft bei Folgdn τὸ προκείμενον, das, was vorliegt, der Gegenstand, von dem die Rede ist.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκειμαι: (περὶ τοῦ Ἰων. τύπου προκέεσθαι ἴδε ἐν λ. κεῖμαι)· μέλλ. -κείσομαι. Ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ προτίθημι, κεῖμαι, εἶμαι τεθειμένος ἐνώπιόν τινος, ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Ἰλ. Ι. 91, Ὀδ. Α. 149, κτλ.· πρ. δαίς, δεῖπνον Ἡρόδ. 1. 211., 5. 105· τὰ πρ. ἀγαθὰ ὁ αὐτ. 9. 82. 2) κεῖμαι ἐκτεθειμένος, ὁρέω παιδίον προκείμενον ὁ αὐτ. 1. 111, πρβλ. Δημ. 1078. 26· ἐκ γῆς, ὅθεν προὔκειτο Σοφ. Τρ. 702· ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, λέγει ὁ Αἴας περὶ ἑαυτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 427, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1179· ― μάλιστα, κεῖμαι νεκρός, ἐκτάδην, Αἰσχύλ. Θήβ. 965, Σοφ. Αἴ. 1059· ὁ προκείμενος, τὸ πτῶμα τὸ κείμενον καὶ ἕτοιμον πρὸς ταφήν, Σοφ. Ἀντ. 1101, Εὐρ. Ἄλκ. 1012, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 537, πρβλ. Ὄρν. 474, Ἀντιφῶν 145. 20, Λουκ. περὶ πένθους 12· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξενεχθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 11· ― μεταφορ., πρὸς ὕβριν πρ., εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς..., Διοδ. Ἐκλογ. 596. 67. 3) εἶμαι ἐκτεθειμένος ἐνώπιον πάντων ὡς βραβεῖον ἀγῶνος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 312· ― ἐντεῦθεν, β) μεταφορ., τίθεμαι ἐνώπιον πάντων, προτίθεμαι, προβάλλομαι, Λατ. in medio roni, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, τρεῖς γνῶμαι εἶχον προταθῆ, Πλάτ. Πολ. 533Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 237C· πρόκειται τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον Ἀριστ. τέλους Ρητορ. 1. 6, 1· ― συχνάκις ἐπὶ κόπων καὶ ἀγώνων, πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται Πλάτων. Φαῖδρ. 247Β, πρβλ. Λάχ. 182Α· καταγέλαστον..., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 279D· σῴζομαι, ὑπάρχω, προοίμια πρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ., ἄεθλος προκείμενος, ἀγών, ἔργον προταθέν, Ἡρόδ. 1. 126., 4. 10, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 257, 755· ἀγῶνος μεγίστου πρ. Ἡρόδ. 9. 60· ἄθλα πρ. Λυσ. 96. 7, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 2, κτλ.· τὸ πρ. πόνον Εὐρ. Ἄλκ. 1149· ἔργον ἔχειν πρ. Πλάτ. Πολ. 407Α· τὰ προκείμενα, ἀντίθετον τῷ μέλλοντα ταῦτα, Σοφ. Ἀντ. 1334, Εὐρ. Ρῆσ. 984· οὕτω, ξυμφορᾶς προκειμένης ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 551· τὸ πρ. ἐν τῷ λόγῳ ἢ τὸ πρ., τὸ ὑπὸ συζήτησιν ζήτημα, Πλάτ. Γοργ. 457D, Λάχ. 184C, κτλ.· οὕτω, τὸ πρ. πρῆγμα, τὸ ἐν χερσὶ πρᾶγμα, ἡ ὑπόθεσις, Ἡρόδ. 1. 207· ― ἀπροσ., περὶ σωτηρίας προκειμένου, ὅταν τὸ ζήτημα εἶναι περὶ σωτηρίας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 401· πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Λουκ. Παράσ. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 7. 5. 4) κεῖμαι ἐκ τῶν προτέρων, νόμοι πρόκεινται Σοφ. Ο. Τ. 865· πρ. σημήια, σημεῖα ὡρισμένα ἐκ τῶν προτέρων, προσυμπεφωνημένα, Ἡρόδ. 2. 38· αἱ προκείμεναι ἡμέραι, αἱ ἐκ τῶν προτέρων ὁρισθεῖσαι ἡμέραι, ὁ αὐτ. 2. 87· οὕτως, ἐνιαυτοὶ πρόκεινται ἐς ὀγδώκοντα, εἶναι ὡρισμένοι μέχρις 80, Ἡρόδ. 3. 22· πρ. ἀνάγκη ὁ αὐτ. 1. 11· ― ἐπὶ νόμων, νόμους ὑπερβαίνουσι τοὺς πρ. Σοφ. Ἀντ. 481· ἐπὶ ποινῶν, στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· φόνος πρ. δημόλευστος Σοφ. Ἀντ. 36· πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημία πρ. Θουκ. 3. 45· τὸ θανεῖν... πᾶσι πρόκειται Ἑλλ. Ἐπιγρ. 198. 5) πρῶτος ἔχω ῥηθῇ, Ἀριστ. Τοπ. 6. 5, 1. ΙΙ. κεῖμαι ἔμπροσθεν, κεῖμαι ἐνώπιόν τινος, μετὰ γεν., Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. 4. 99· ᾖ (ἢ οὖ) χρυσήλατος προὔκειτο μαστῶν περονίς, ἔνθα ὑπεράνω τῶν μαστῶν ὑπῆρχε χρυσήλατος μικρὰ περόνη (κοινῶς ᾧ ὅπερ βεβαίως προῆλθεν ἐκ τῆς προηγουμένης λέξεως πέπλον: οὕτω δὲ θὰ ἐσήμαινεν: ὃς περονίδα εἶχε μαστῶν προκειμένην), Σοφ. Τρ. 925· πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρ. τὰ παραφράγματα Πλάτ. Πολ. 514Β· ― ἀπολ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, νήσου κτλ., ἐν τῇ θαλάττῃ πρ. χωρίον Ξεν. Ἀν. 6. 4, 3· τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Ἀπομν. 3. 5, 27· παρὰ ἤπειρον νῆσος πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. 2. 13, κτλ. ΙΙΙ. προηγοῦμαι, γράμμα τὸ προκείμενον, τὸ ἀρκτικὸν γράμμα, Ἀνθ. Π. 11. 426· ἐν τοῖς πρ., ἐν ταῖς προηγηθείσαις σελίσιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 138, πρβλ. 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

I. être couché ou placé devant :
1 être déposé en face de : ὀνείατα προκείμενα IL, OD mets placés devant des convives ; δαὶς προκειμένη HDT, δεῖπνον προκείμενον HDT repas servi;
2 être situé ou s’étendre en avant : Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς HDT l’Égypte s’avançant dans la mer plus loin que les pays adjacents (l’Arabie et la Libye) ; particul. servir de rempart, de défense : πρόκειται τῆς χώρας ὄρη XÉN des montagnes défendent les approches du pays;
3 s’étendre en avant, au loin : ἐν τῇ θαλάττῃ προκείμενον χωρίον XÉN territoire qui s’avance dans la mer ; simpl. s’étendre, s’allonger : παρὰ ἤπειρον νῆσος προκειμένη XÉN île qui s’étend le long du continent;
II. être exposé aux regards, d’où :
1 être, se trouver : πρόκεισθαι ἐν μέσῳ LUC être au milieu d’une chambre ; en mauv. part être jeté sur la voie publique, être abandonné : παιδίον προκείμενον HDT petit enfant exposé, abandonné ; ἄτιμος πρόκειμαι SOPH me voici jeté là comme un objet de rebut;
2 être proposé (propr. placé devant les yeux) comme but, comme modèle, comme récompense, etc. : ἄεθλος προκείμενος HDT tâche proposée ; πρόκειται ζητεῖν LUC on se propose de rechercher;
3 être posé sous les yeux de tous ; être établi, fixé : πρόκεινται νόμοι SOPH des lois sont établies ; θανάτου ζημία πρόκειται THC il y a peine de mort (lorsque, etc.) ; προκείμεναι ἡμέραι HDT jours fixés;
4 p. ext. se présenter, se produire : γνῶμαι τρεῖς προεκέατο HDT trois avis se produisaient.
Étymologie: πρό, κεῖμαι.

English (Autenrieth)

lie before, only part.