ἀνεψιός

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεψιός Medium diacritics: ἀνεψιός Low diacritics: ανεψιός Capitals: ΑΝΕΨΙΟΣ
Transliteration A: anepsiós Transliteration B: anepsios Transliteration C: anepsios Beta Code: a)neyio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A first cousin, or generally, cousin, Il.9.464, Hdt.5.30,7.82, A.Pr.856, Com.Adesp.58D., etc., v. esp. And.1.47; ἀ. πρὸς πατρός Is.11.2; ἐκ πατρός Theoc.22.170: comically, ἐγχέλεων ἀ. Stratt.39. [ἀνεψιοῦ κταμένοιο Il.15.554, = ἀνεψιόο κτ., cf. Q.S.3.295.] (Cf. Skt. ναπᾱτ 'grandson', Lat. nepos, etc.)

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 οὗτος ἀν. ἐμός·μήτηρ ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί, u. nachher ἀν. καὶ οὗτος τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεψιός: ὁ πρῶτος ἐξάδελφος ἢ ἐν γένει ἐξάδελφος, Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. ἀνεψιά. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, ἀνεψιός, Ἡρόδ. 7. 5· οὕτως ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ ἀνεψιός, -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ θεῖος, θεία. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ Ὅμηρος ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ ὁπόθεν καὶ τὸ νέποδες, ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô (συγγενής), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt (ἀδελφή), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι εἶναι ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cousin germain ; cousin.
Étymologie: p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. lat. nepos.

English (Autenrieth)

gen. ἀνεψιόο (sic), Il. 15.554: sister's son, nephew, Il. 15.422; sometimes of other relations, ‘cousin,’ Il. 10.519.

English (Slater)

ᾰνεψιός
   1 cousin Ἄδματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος, εὐμενέοντες ἀνεψιόν Jason (P. 4.127) ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων (N. 3.63) ἀν]εψιοῦ[ (supp. Blass) ?fr. 333d. 9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. sg. ἀνεφσιō Sol.Lg.5a]
primo carnal, Il.9.464, Sol.Lg.5a, b, Pi.P.4.127, N.3.63, Hdt.5.30, 7.82, A.Pr.856, E.IT 919, Th.1.132, Pl.Lg.766c, Isoc.21.9, Is.7.20, 10.13, D.19.290, LXX Nu.36.11, PTeb.323.12 (II d.C.), Luc.DMort.29.1, I.BI 1.662, ἀ. πρὸς πατρός primo por parte de padre Sol.Lg.50b, cf. Is.11.2, ἀ. ἐκ πατρός Theoc.22.170
cóm. ἐγχελέων ἀ. Stratt.39
οἱ Ἀνεψιοί Los primos tít. de una obra de Menandro, Stob.4.20.53.

• Etimología: De ἀ- protética y *nepti̯o- que se encuentra reflejado en av. naptya- ‘descendiente’, cf. aesl. netĭjĭ ‘sobrino’. Sin suf. -i̯o, cf. lat. nepōs y ai. napāt ‘sobrino’, tb. gr. νέποδες.

English (Strong)

from Α (as a particle of union) and an obsolete nepos (a brood); properly, akin, i.e. (specially) a cousin: sister's son.

English (Thayer)

ἀνεψιου, ὁ (for ἀνεπτιος con-nepot-ius, cf. Latin nepos, German nichte, English nephew, niece; Curtius, § 342), a cousin: Lob. ad Phryn., p. 306; but especially Lightfoot on Colossians , the passage cited; also B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Sister's Son.)

Greek Monolingual

και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός)
ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου
αρχ.
μσν.
εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ' αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών «ανιψιός-γιόκας-απόγονος». Πιστεύεται πως σ' ένα παλαιότερο σύστημα συγγένειας η λ. σήμαινε τον γιο της αδελφής του πατέρα, από τον Όμηρο όμως και εξής δεν παρατηρείται πια αυτή η διάκριση και ο τ. απαντά με τη σημερινή του σημασία. Ετυμολογικά η λ. παρουσιάζει προβλήματα ως προς το αρχικό α- το οποίο λαμβάνεται ως προθεματικό (ή αθροιστικό). Προέρχεται από sm-neptiios / ανέπτιος / ανεψιός και συνδέεται με τα αβεστ. naptya- «απόγονος», αρχ. σλαβ. netĭjĭ, αρχ. ινδ. napat, λατ. nepōs, αγγλ. nephew, γαλλ. neveu, ιταλ. nipote «ανιψιός» κ.λπ. Η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα από κοινού με τον παράλληλο τ. ανιψιός, (< ανεψιός με προληπτική αφομοίωση)].