αλεπού

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523

Greek Monolingual

και αλουπού και αλωπού, η
1. το ζώο αλεπού (αρχ. ἀλώπηξ)
κοινή γενική ονομασία πολλών ειδών της οικογένειας Canidae τών Σαρκοφάγων Θηλαστικών. Η αλεπού, που ζει σε άγρια κατάσταση, συγγενεύει με τον σκύλο, το τσακάλι, τον λύκο και άλλα Θηλαστικά
2. δέρμα, γούνα αλεπούς
3. (για πρόσωπα) δόλιος, ύπουλος, πονηρός, πανούργος
4. είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο ένας από τους παίκτες υποδύεται την αλεπού και οι υπόλοιποι τις κότες
5. φρ. «γριά αλεπού», για τους παμπόνηρους, γιατί η μεγάλης ηλικίας αλεπού είναι περισσότερο έμπειρη
«της αλεπούς τα μάτια», τα χρυσά νομίσματα, για την ομοιότητα της λάμψης
«τί θέλει η αλεπού στο παζάρι» (γι' αυτούς που ανακατεύονται χωρίς διάφορο σε ξένες υποθέσεις ή γι' αυτούς που κακώς έμπλεξαν σε υποθέσεις επικίνδυνες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αλεπού προέρχεται από μσν. τ. ἀλουπού, με ανομοίωση. Ο τ. ἀλουπού, εξάλλου, προήλθε με αφομοίωση από τον μεσαιωνικό επίσης τ. ἀλωπού. Τέλος ο τ. ἀλωπού προήλθε με κώφωση από το μσν. ἀλωπώ, που συνδέεται με το αρχ. ελλ. ἀλώπηξ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεπάκι, αλέπαρος, αλεπήσιος, αλεπίτσα, αλεπόπουλο, αλεπουδέρα, αλεπουδεύω, αλεπουδιά, αλεπούσι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλεπόγουνα, αλεπομούρης, αλεπομουσούδα, αλεπόμουτρο, αλεπομύτης, αλεποουρά, αλεποπορδή, αλεποτινάζω, αλεποτόμαρο, αλεποτρίχης, αλεπότρυπα, αλεποφωλιά].