ἀρήγω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρήγω Medium diacritics: ἀρήγω Low diacritics: αρήγω Capitals: ΑΡΗΓΩ
Transliteration A: arḗgō Transliteration B: arēgō Transliteration C: arigo Beta Code: a)rh/gw

English (LSJ)

[ᾰ], fut.

   A -ξω Com.Adesp.12.5D., etc.:—aid, succour, τινί Il. 2.363, al. (never in Od.); in Hom. always, succour in war, freq. c. dat. pers. et modi, μάχῃ Τρώεσσιν ἀ. 1.521, 5.507; ὄμοσσον ἦ μέν μοι . . ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀ. 1.77: generally, help, succour, λέχει Ἀλκμήνας Pi.N.1.49; νεότατι ἀ. θράσος Id.P.2.63; θνητοῖς A.Pr.269, etc.; in mock Trag. passages of Com., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ'; Ar.Th.696, cf. Pl.476: rare in Prose, Hecat.30J., etc.; ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Hdt.7.236; τοῖς φίλοις ἀ. X.Cyr.1.5.13; ἀ. σὺν ὅπλοις τῇ χώρᾳ Id.Oec.5.7; to be good for a patient or his case, Hp.Prorrh.2.30, cf. Acut.65.    2 impers., c. inf., it is good or fit, φέρειν ἀρήγει Pi.P.2.94; σιγᾶν ἀρήγει A.Eu.571.    II c. acc. rei, ward off, prevent, ὄλεθρον v.l. in Batr.279; ἄρηξον . . ἅλωσιν A.Th.119 (lyr.); ἀ. τινί τι ward off from one, φόνον τέκνοις E.Med.1275 (lyr.), cf. Tr.777. (Perh. cognate with Lat. rēx, Skt. rā´jati 'rule'.)

German (Pape)

[Seite 349] helfen, beistehen, Hom. nicht selten, nur in der Ilias, meist im praes., fast überall von Hülfe im Kriege; τινί, Iliad. 2, 363 ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις; 16, 701 Τρώεσσι δ' ἀρήγων; τινί τινι, 1, 521 καί τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν; fut. 1, 77 ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν; 5, 833 Ἀργείοισιν ἀρήξειν; 14, 265 ἃς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο. – Tragg.; Pind.; ἀρήγει, es hilft, c. inf., Aesch. Eum. 541, vgl. Pind. P. 2, 63; ἀρήγειν τι, etwas abwehren, ἅλωσιν Suppl. 112; so Sp. Medic.; φόνον τέκνοις, Mord von den Kindern, Eur. Med. 1275. – Seltener in Prosa, Her. 7, 136; τῇ χώρᾳ ἀρήγειν, das Land beschützen, Xen. Oec. 5, 7; τοῖς φίλοις Cyr. 1, 5, 13. Vgl. ἀρκέω, Buttmann Lexil. 1 S. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρήγω: [ᾰ]: μέλλ. -ξω, βοηθῶ, ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, συντρέχω, τινὶ Ἰλ. Β. 363, κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· ἀείποτε βοηθῶ τινα ἐν πολέμῳ, συχν. μετὰ δοτ. προσ. καὶ τρόπου, μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν Ἰλ. Α. 521., Ε. 507· καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77· καθόλου, ἐπικουρῶ, βοηθῶ, ἐκ δ’ ἄρ’ ἄτλατον βέλος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει, φοβερὸς τρόμος κατέλαβε τὰς γυναῖκας, ὅσαι ἔτυχον περὶ τὴν θεραπείαν τῆς Ἀλκμήνης καὶ τὴν κοίτην, Πινδ. Ν. 1. 73, πρβλ. Π. 2. 115· θνητοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 267, καὶ συχν. παρὰ Τραγ. καὶ ἐν χωρίοις, ἐν οἷς παρῳδοῦνται οἱ Τραγικοὶ ὑπὸ τῶν κωμ., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ’; Ἀριστοφ. Θεσμ. 696, πρβλ. Πλ. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Ἡρόδ. 7. 236· τοῖς φίλοις ἀρ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· συντελῶ πρὸς ἴασιν νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 108, πρβλ. 395. 6. 2) ἀπρόσ. μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ Λατ. juval, φέρειν ἀρήγει, «συμβάλλεται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 173· προσήκει, σιγᾶν ἀρήγει Αἰσχύλ. Εὐμ. 571. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἀποκρούω, ἐμποδίζω, ἄρηξον... ἅλωσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 119· ὡσαύτως ὡς τὸ ἀρκέω, ἀρ. τινί τι, ἀποτρέπω, προλαμβάνω καὶ ἐμποδίζω τι, σπεύδω ὅπως σώσω τινὰ ἐκ κινδύνου, ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις Εὐρ. Μήδ. 1275, πρβλ. Τρῳ. 772. (Συγγενὲς τῷ ἀρκέω, arceo, ἴδε ἐν λέξει ἄλαλκε).

French (Bailly abrégé)

f. ἀρήξω, ao. impér. ἄρηξον, 2ᵉ pl. ἀρήξατε, inf. ἀρῆξαι;
1 secourir, défendre : τινί qqn ; • impers. il est utile de, il est bon de, inf.;
2 écarter, repousser (un ennemi, un danger) : ἅλωσιν ESCHL empêcher la prise d’une ville ; φόνον τέκνοις EUR empêcher le meurtre de ses enfants.
Étymologie: R. Ἀρκ repousser.

English (Autenrieth)

fut. ἀρήξω: aid, support, succor (τινί); (ἐμοὶ) ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1.77. (Il.)

English (Slater)

ᾰρήγω
   a assist, c. dat. νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων lends strength to (P. 2.63) γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει assist at her bedside (N. 1.49) [ἀρήξων v. l. (Pae. 6.10) ]
   b impers., it is fitting, best c. acc. & inf. φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.94)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I intr.
1 c. suj. de pers. ayudar c. dat. ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις Il.2.363, ὅσαι (γυναῖκες) τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει Pi.N.1.49, ὑμῖν A.Supp.377, πόλει τ' ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων βωμοῖσι A.Th.14, cf. A.Ch.261, θνητοῖς A.Pr.267, φίλοις A.Eu.295, πᾶς ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Hdt.7.236, τοῖς φίλοις X.Cyr.1.5.13, οὐ γὰρ ὑμῖν δυνατός εἰμι ἀρήγειν Hecat.30, αὐτοῖς LXX 3Ma.4.16, ἀλλήλοις A.R.2.715, ἀνδραφόνοισιν A.R.4.701, τῷ ἱερῷ Plu.2.702f, πᾶσιν Pamprepius 1ue.18
c. dat. de pers. y otra determ. en dat. μάχῃ Τρώεσσιν Il.1.521, 5.507, μοι ... ἔπεσιν καὶ χερσίν Il.1.77, σὺν ὅπλοις τῇ χώρᾳ X.Oec.5.7, Βακχιάδεσσιν ἐμαῖς στρατιῇσιν ... τριόδοντι Nonn.D.39.203
νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων Pi.P.2.63
abs. ἐγὼ δ' ἀρήξω A.Eu.232, οὐκ ἀρήξετε; Ar.Th.696, Pl.476, με Μοῖραι ... ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν Call.Dian.23, cf. Nonn.D.43.149.
2 c. suj. de cosa ser beneficioso c. dat. de pers. τούτοισιν ἀρήγει αἷμα ῥυέν Hp.Prorrh.2.30, λουτρὸν ... ἀρήγοι ἂν χρεωμένοισιν Hp.Acut.65
excepcionalmente c. ac. de pers. τὸ φάρμακον ... ἔφη τοὺς ἀπεγνωσμένους ἀρήγειν Androm. en Gal.13.707
abs. φησι ... τοὺς τῶν ὀρνίθων ἐγκεφάλους ἐν οἴνῳ πινομένους ἀρήγειν Erasistr. en Philum.Ven.17.12
c. inf. es conveniente φέρειν ... ἀρήγει Pi.P.2.94, σιγᾶν ἀρήγει A.Eu.571, οὐδ' ἀρήγει ἐμεῖν Hp.Loc.Hom.12, ἀρήγει ... ἀνασηκῶσαι τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, δακρύειν τῷ ὀφθαλμῷ ἀρήγει Hp.Loc.Hom.13.
II tr. c. ac. de cosa apartar, alejar ἄρηξον δαίων ἅλωσιν aleja la conquista (de la ciudad) por los enemigos A.Th.117, ἀρῆξαι φόνον ... τέκνοις alejar la muerte de los niños E.Med.1275, παιδί ... θάνατον ἀρῆξαί E.Tr.777.

• Etimología: De la raíz *rēg- < *reH2g- que da lugar tb. a ἀρωγός, ἀρωγή, c. prótesis inicial, cf. as. rōkjan, a. nórdico røkja.

Greek Monolingual

ἀρήγω (Α)
1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον
2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο
3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου
4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι
5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο
6. απρόσ. ἀρήγει
είναι καλό, πρέπει, αρμόζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) geruohhen, (αρχ. σαξον. rōkjan, (αρχ. νορβηγ.) rokja «φροντίζω» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της με το λατ. rego «ανορθώνω» (πρβλ. ελλ. ορέγω), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική εξέλιξη του r μέχρι την τελική σημασία «φροντίζω». Το αρήγω ανήκει σε παλαιότερη οικογένεια λέξεων που στον αττικό πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. βοηθέω (-ώ).
ΠΑΡ. αρωγή, αρωγός
αρχ.
αρηγών, άρηξις.
ΣΥΝΘ. συναρωγός, αρχ. επαρωγός, προσαρωγός].