λαλιά
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
poet. λᾰλ-ιή, ἡ,
A talk, chat, λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι, Ar.Nu.931 (anap.), Ra.1069; πέρας ποιεῖ λαλιᾶς Men.66.3, cf. Hermesian. 7.78, AP7.440 (Leon.); common talk, report, Plb.3.20.5; τῆς εὐανδρίας τινός LXX 2 Ma.8.7; ἀχέων APl.4.134 (Mel.); λαλιάν τινα ποιεῖν LXX Si.42.11; in good sense, discussion, ἡ περὶ βυβλίων λ. Plb. 31.23.4, cf. 36.12.3; speech, conversation, Ev.Jo.8.43; matter, subject, LXX Ec.3.18. 2 loquacity, Aeschin.2.49, Thphr.Char.7, Arist. Phgn.806b18, Men.Sam.46. II a form of speech, dialect, Ev.Matt. 26.73; ἡ λ. σου ὡραία LXX Ca.4.3; style, Phld.Rh.2.27 S.
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ θροῦς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλιά: ἡ, ὁμιλία, λόγος, λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 931, Βάτρ. 1069˙ πέρας οὐ ποιεῖ λαλιᾶς Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, πρβλ. Ἑρμησιάν. 78, Ἀνθ. Π. 7. 440˙ - κοινὴ ὁμιλία, φήμη, Πολύβ. 3. 20, 5, κτλ.˙ λαλιάν τινα ποιεῖν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 11)˙ - ἐπὶ καλῆς σημασ., συζήτησις, Πολύβ. 32, 9, 4˙ ὁμιλία, συνομιλία, Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 43. 2) ἀδολεσχία, φλυαρία, Αἰσχίν. 34. 29, Θεοφρ. Χαρ. 7. ΙΙ. διάλεκτος, τρόπος τοῦ λαλεῖν, προφορά, καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 73, πρβλ. Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 3).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. babil, bavardage ; d’où
1 habitude de bavarder, loquacité;
2 bruit, rumeur;
II. p. ext. parole ; entretien, conversation.
Étymologie: λάλος.
English (Strong)
from λαλέω; talk: saying, speech.
English (Thayer)
λαλιᾶς, ἡ (λάλος, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. § 119 Anm. 21), in secular authors (from Aristophanes down) loquacity, talkativeness, talk (German Gerede) (see λαλέω, at the beginning); in a good sense conversation; in the N. T.
1. speech, equivalent to story: dialect, mode of speech, pronunciation (Winer's Grammar, 23): speech which discloses the speaker's native country: hence of the speech by which Christ may be recognized as having come from heaven, John 8:43 (where cf. Meyer).
Greek Monolingual
η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) λαλώ
ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ)
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες του κράχτη πετεινού τη λαλιά» Παλαμ.)
2. (για μουσικά όργανα) ήχος
3. γλώσσα, τρόπος έκφρασης, διάλεκτος (α. «κοινή λαλιά» — η δημοτική γλώσσα
β. «καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῑ», ΚΔ)
αρχ.
1. φιλική συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα
2. ασήμαντη συζήτηση, αερολογία
3. φλυαρία («πέρας ποιεῑ λαλιᾱς», Μέν.)
4. διαβεβαίωση
5. φήμη
6. ύφος λόγου.
Greek Monotonic
λᾰλιά: ἡ (λαλέω),
I. 1. ομιλία, λόγος, σε Αριστοφ., Ανθ.
2. συζήτηση, σε Καινή Διαθήκη· φλυαρία, πολυλογία, σε Αισχίν.
II. τρόπος ομιλίας, προφορά, διάλεκτος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
λᾰλιά: ἡ
1) болтовня, пустословие (λολιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph.);
2) болтливость (λ. ἀκρασία λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.);
3) слух, молва (πάνδημος Polyb.);
4) речь, беседа (περί τινος Plut.);
5) обсуждение, спор (περὶ τῶν προειρημένων Polyb.);
6) произношение (τῶν ὀνομάτων Diog. L.);
7) говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT).