τοιούτος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
Greek Monolingual
-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α
(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτος
κίναιδος, ομοφυλόφιλος
2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»
(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότε
αρχ.
1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)
β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός
2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)
3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῡτον
α) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)
β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτία («πλέον τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)
γ) τέτοια περίπτωση
δ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)
ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῡ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)
5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῡτα
α) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσι
β) κατ' αυτόν τον τρόπο
6. φρ. α) «τοιοῡτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιον
β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικ-οῦτος). Ο τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσ-ί)].