ἀμφιδέξιος

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδέξιος Medium diacritics: ἀμφιδέξιος Low diacritics: αμφιδέξιος Capitals: ΑΜΦΙΔΕΞΙΟΣ
Transliteration A: amphidéxios Transliteration B: amphidexios Transliteration C: amfideksios Beta Code: a)mfide/cios

English (LSJ)

ον,

   A ambidextrous (cf. ἀμφαρίστερος), Hp.Aph.7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.M.7.50), Arist.EN1134b34; = περιδέξιος, Hippon.83. Adv. -ίως, παίζειν Polem.Hist. 45.    2 ready to take with either hand, i.e. taking either of two things, indifferent, Trag.Adesp.355 ( = Com.Adesp.360); so ἀμφιδεξίως ἔχει it is indifferent, A.Fr.266.    3 two-edged, σίδηρος E.Hipp. 780.    b metaph., double-meaning, ambiguous, χρηστήριον Hdt. 5.92.έ, cf. Luc.JTr.43.    4 on either hand, with both hands, ἀ. ἀκμαῖς with both hands at once, S.OT1243; ἐρείσατ' . . πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι OC1112.    5 ἀμφιδέξια, τά, bracelets, Hsch.: sg. ἀμφίδεξιν (sic) IG3.238a.

German (Pape)

[Seite 137] 1) auf beiden Händen rechts, beide Hände gleich gebrauchend, Arist. Eth. 5, 7; Hippocr.; sehr geschickt, χεῖρες Aesch. Tel. frg. 218; ἀμφιδεξίως ἔχει, von beiden Seiten ist es recht, frg. 244. Bei Soph. O. R. 1242 sind ἀμφιδέξιοι ἀκμαί beide Hände, wie O. C. 1114 πλευρὸν ἀμφ. beide Seiten. – 2) übh. zweiseitig, χρηστήριον, zweideutig, Her. 5, 92; σίδηρος, zweischneidig, Eur. Hipp. 780.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδέξιος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας δεξιός, λίαν ἐπιδέξιος, ὡς τὸ περιδέξιος, Λατ. ambidexter, ἀντίθ. τῷ ἀμφαρίστερος, Ἱππῶναξ. 59, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4 καὶ ἀλλ. 2) πρόθυμος νὰ λάβῃ δι’ ἑκατέρας χειρός, ὅ. ἐ. ἕτοιμος νὰ λάβῃ εἴτε τὸ ἓν εἴτε τὸ ἄλλο ἐκ δύο πραγμάτων, ἀδιάφορος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 34Α: οὕτως ἀμφιδεξίως ἔχει, εἶναι ἀδιάφορον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257. 3) ὡς τὸ ἀμφήκης, δίστομος, σίδηρος Εὐρ. Ἱππ. 780. β) μεταφ., ὁ δύο ἐννοίας ἔχων, ἀμφίβολος, σκοτεινός, Λατ. anceps, χρηστήριον, Ἡρόδ. 5. 92, 5. 4) = ἀμφότερος, Λατ. uterque, ἀμφ. ἀκμαῖς, διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, συγχρόνως, Σοφ. Ο. Τ. 1243· πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι, ἂς προσεγγίσῃ ἑκατέρα ὑμῶν τὴν ἑαυτῆς πλευρὰν είς ἐμὲ ἑκατέρωθεν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 adroit des deux mains, très adroit;
2 double en parl. des mains, des côtés;
3 à deux tranchants ; fig. à double sens, équivoque.
Étymologie: ἀμφί, δεξιά.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [prob. neutr. sg. ἀμφίδεξιν IG 22.4511.24 (II d.C.)]
I de pers.
1 ambidextro, que tiene igual destreza en ambas manos ἀ. γάρ εἰμι κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων Hippon.116, γυνὴ ἀμφιδέξιος οὐ γίνεται la mujer no llega a ser ambidextra Hp.Aph.7.43 según la interpretación de Galeno, ἀμφιδεξίοις χερσί A.Fr.410, μόνον ... ἀμφιδέξιον γίνεται τῶν ἄλλων ζῴων ἄνθρωπος el hombre es el único animal en que se da el ambidextrismo Arist.HA 497b31, cf. Pol.1274b13, EN 1134b34
fig. que gusta de ambos sexos ὅπου προσῇ τὸ κάλλος, ἀμφιδέξιος Trag.Adesp.355
hermafrodita tal vez según algunos en Hp.Aph.7.43, Hsch.
2 ambos κόμην σπῶσ' ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς arrancándose la cabellera con ambas manos S.OT 1243, ἐρείσατ' ... πλευρὸν ἀμφιδέξιον estrechaos contra mis dos costados S.OC 1112.
3 yegua que pare dos gemelos, macho y hembra Hsch.
II de cosas
1 de doble filo σίδηρος E.Hipp.780
fig. de doble filo, ambiguo, equívoco χρηστήριον Hdt.5.92ε, ἔπος Luc.ITr.43, μῦθοι Hsch.
2 fig. que tiene todas las ventajas, conveniente ἐν καθαρᾷ τε καὶ ἀμφιδεξίῳ καταγωγῇ κείμενον Bas.Sel.V.Thecl.M.85.581A.
III subst. prob. neutr. quizá brazalete, IG 22.4511.24 (II a.C.).
IV adv. -ως
1 con las dos manos παίζειν Polem.Hist.45.
2 ἀμφιδεξίως ἔχει es indiferente A.Fr.244.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμφιδέξιος, -ον)
ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος)
αρχ.
1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος
2. αμφίβολος, διφορούμενος, ασαφής
3. αυτός που γίνεται και με τα δύο χέρια συγχρόνως
4. αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δέξιος < δεξιός.

Greek Monotonic

ἀμφιδέξιος: -ον, 1. αυτός που έχει δύο δεξιά χέρια, ο εξαιρετικά επιδέξιος, Λατ. ambidexter, σε Αριστ.
2. όπως το ἀμφήκης, δίστομος, δίκοπος, σε Ευρ.
3. μεταφ., δίσημος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, Λατ. anceps, χρηστήριον, σε Ηρόδ.
4. ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς, με δυο χέρια, σε Σοφ.· ἄμφ. πλευρόν, σε κάθε πλευρά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδέξιος:
1) одинаково владеющий обеими руками Arst.;
2) обоюдоострый (σίδηρος Eur.);
3) двусмысленный (χρηστήριον Her.);
4) влекущий в разные стороны (τὸ κάλλος Plut.);
5) и тот и другой, оба (πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками.

Middle Liddell


1. with two right hands, very dextrous, Lat. ambidexter, Arist.
2. like ἀμφήκης, two-edged, Eur.
3. metaph. double-meaning, ambiguous, Lat. anceps, χρηστήριον Hdt.
4. = ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς with both hands, Soph.; ἀμφ. πλευρόν each side, Soph.