ἄπρακτος

From LSJ
Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπρακτος Medium diacritics: ἄπρακτος Low diacritics: άπρακτος Capitals: ΑΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ápraktos Transliteration B: apraktos Transliteration C: apraktos Beta Code: a)/praktos

English (LSJ)

Ion. ἄπρηκτος, ον, Pi.I.8(7).7 codd.:    I Act., unavailing, unprofitable, ἄπρηκτον πόλεμον Il.2.121; ἀπρήκτους ἔριδας ib.376; ἄ. ἐλπίς Simon.5.16, cf. Pi. l.c.; ἄ. γίγνεταί τι D.9.40; ἄ. ἡμέραι days when no business is done, holidays, Plu.2.270a, cf. BGU 255.8(vi A. D.); restful, παῦλα B.9.8; ἄ. ἑορτή Proll.Hermog. in Rh. 4.15 W.(s. v.l.); ἀ. χρόνος period of inaction, Plb.2.31.10.    b of a farm, untilled, Lys.7.6.    2 of persons, unsuccessful, ἄπρηκτος νέεσθαι Il.14.221; ἄ. ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν, Th.4.61,99, 1.111; ἄ. γίγνεσθαι gain nothing, Id.2.59; ἄ. ἀποπέμπειν τινά Id.1.24: Comp., Socr.Ep.6.7. Adv. -τως unsuccessfully, Th.6.48; ἄπρακτ' ὀδυρόμενον in vain, B.Fr.8.    3 not taking part in the action, ἄ. κηδευτὴς ὁ χορός Arist.Pr.922b26; doing nothing, idle, Ti.Locr.104e, Arr.Epict.1.10.7. Adv. ἀεργῶς καὶ ἀ. PFlor.295.5 (vi A. D.).    4 impotent, μόρια Orib. Fr.67, cf. Dsc.3.101. Adv. -τως, βοηθεῖ οὐκ ἀ. Orib.Fr.129.    II Pass., against which nothing can be done, unmanageable, incurable, ὀδύναι, ἀνίη, Od.2.79, 12.223; μεληδόνες Simon.39; φόβων -ότατος καὶ ἀπορώτατος ὁ τῆς δεισιδαιμονίας Plu.2.165d.    2 not to be done, impossible, πρᾶγμα, ἔργμα, Thgn.1075, 1031; ἄπρηκτα impossibilities, Id.461.    3 not done, left undone, X.Mem.2.1.2, D.19.278; ἄ. ποιῆσαί τι undo it, Id.Prooem.41.    4 c. gen., κοὐδὲ μαντικῆς ἄ. ὑμῖν εἰμί not unassailed even by your divining arts, S.Ant.1035.

German (Pape)

[Seite 338] ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσθαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήθεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ θερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne fait rien, qui n’arrive à rien, vain ; ἄπρακτος πόλεμος IL guerre sans résultat ; ἔρις ἄπρακτος IL querelle sans issue ; ἄπρακτον νέεσθαι IL, ἀποχωρεῖν ou ἀπιέναι THC revenir, s’éloigner sans avoir abouti à rien ; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά THC congédier qqn sans qu’il ait rien obtenu ; γῆ ἄπρακτος PLUT terre improductive ; avec un gén. qui ne produit pas : φόβων ἄπρακτος PLUT qui ne cause pas de craintes;
2 qui n’agit pas, inactif, inerte ; ἄπρακτοι ἡμέραι PLUT jours fériés;
II. 1 non fait, qui reste à faire ; particul. non pratique, non entrepris : μαντικῆς ἄπρακτον τινι SOPH qui n’a pas été pour qqn matière à divination, un sujet de prédiction;
2 contre quoi il n’y a rien à faire, irrémédiable, incurable;
Cp. ἀπρακτότερος, Sp. ἀπρακτότατος.
Étymologie: ἀ, πράσσω.

English (Slater)

ᾰπρακτος
   1 disabling (πᾶσαν πρᾶξιν κωλύοντα. Wil.) παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (Schneidewin: ἀπρήκτων codd., def. Forssman, p. 111) (I. 8.7)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. ἄπρηκτος Il.2.121, Od.2.79, Thgn.1031, 1075

• Morfología: [dór. ac. fem. ἀπράκταν B.10.8]
I gener. de cosas y abstr.
1 en constr. pred. no hecho, inacabado λῦσαν δ' ἄπρακτα νεάνιδες las jóvenes dejaron el juego sin terminar Alcm.82.1, τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα X.Mem.2.1.2, εἰ ... τι τούτοις ἄπρακτον ἐστι τούτων si ellos no han hecho alguna de esas cosas D.19.278, cf. PRyl.437.8 (I d.C.), Aristid.Or.11.68, Poll.6.131, ἄπρακτόν τι ποιῆσαι deshacer algo D.Prooem.41.
2 contra lo que no se puede hacer nada μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Od.2.79, Σκύλλη, ἄ. ἀνίη Od.12.223, μεληδόνες Simon.15.2, κακά Pi.I.8.7
que no se puede hacer, imposible, irrealizable πρᾶγμα Thgn.1075, μήποτε' ἐπ' ἀπρήκτοισι νόον ἔχε Thgn.461, ἀπρήκτοισιν ἐπ' ἔργμασιν en tus fracasos Thgn.1031
τὸ ... μηδενὶ πιστεύειν εἰς τέλος ἄπρακτον Plb.8.1b.2, ἐλπίδες Nonn.D.2.626, φιλότης Nonn.D.42.382
de pers. incapaz (de pagar), insolvente, PRev.Laws 49.23 (III a.C.).
3 de pers. no afectado, no tocado por μαντικῆς S.Ant.1035.
II 1que no obtiene éxito, no provechoso de abstr. πόλεμος Il.2.121, ἐλπίς Simon.37.22, κακαὶ γλῶσσαι E.Ep.5.88, 90
inútil, vano ταῦτ' ἄχρηστα, ἄπρακτα D.9.40, ζωὴν ἀπρακτοτέραν Socr.Ep.6.7, βοήθεια Plb.1.48.5, φόβος Plu.2.165d
neutr. adv. ἄπρακτ' ὀδυρόμενον lamentándose en vano B.Fr.12.1
de pers. inútil, inservible Luc.Pisc.3, para el trabajo PLond.1708.86 (VI d.C.)
en uso pred. fracasado como suj. ἄπρακτοι ἐγένοντο Th.2.59, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν X.HG 2.2.21, ἄπρακτοι ἀπίασιν Th.4.61, cf. Luc.Sacr.3, ἀπῆλθεν ἄ. Th.4.99, cf. 6.48, ἄ. ἐπανῄει Plb.4.34.11, κινδυνεύει ... ἄ. ἀπεληλυθέναι Luc.Herm.55, τέλος ... ἄπρακτον ἀναστῆναι D.L.4.7, μὴ γένηται ... ἄ. LXX Iu.11.11
como obj. ἀπράκτους ἀπέκτους ἀπέπεμψαν Th.1.24, cf. Luc.Phal.1.14.
2 de pers. que no actúa, inactivo χορός Arist.Pr.922b26, καθήμενος ἄ. Plu.2.42d, ἔσεσθαι Numen.27.21, ἄπρακτον ... ἐκλελυκότα LXX 2Ma.12.18
ocioso, inactivo τᾶν ψυχᾶν ... ἀπράκτων Ti.Locr.104e, οὐδὲ γὰρ ἰδιώτας οὐδ' οἰκουροὺς οὐδ' ἀπράκτους ἠξίουν εἶναι θεῶν μαθητάς Plu.2.776e, cf. Arr.Epict.1.10.7
neutr. subst. τὸ ἄπρηκτον la inactividad Hp.Decent.1
de abstr. improductivo λόγος ἐστὶ καλοῦ πράγματος ἄπρακτος es una palabra que no produce una bella acción D.Chr.63.2
c. palabras de tiempo período en el que no se trabaja, fiesta, vacación παῦλα B.10.8, ἡμέραι Plu.2.270a, BGU 255.8 (VI d.C.), ἑορτή Rh.4.15, del Domingo, Theod.Lect.Fr.377, cf. τὸν δὲ λοιπόν χρόνον ... ἄπρακτον εἶχον Plb.2.31.10
en plu. ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα estamos sin hacer nada, AP 5.120 (Phld.).
3 que no puede hacer nada, impotente τοὺς σκορπίους ναρκώδεις καὶ ἀπράκτους γίνεσθαι Dsc.3.101, μόρια Orib.Ec.66.1.
III adv. -ως en vano βοηθεῖν οὐκ ἀ. Orib.Ec.132.4
ociosamente, PFlor.295.5 (VI d.C.).

Greek Monolingual

βλ. άπραχτος.

Greek Monotonic

ἄπρακτος: Ιων. ἄ-πρηκτος, -ον,
I. 1. Ενεργ., αυτός που δεν κάνει απολύτως τίποτε, αναποτελεσματικός, ανωφελής, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ανεπιτυχής, αποτυχημένος, ἄπρηκτος νέεσθαι, Λατ. re infecta, σε Ομήρ. Ιλ.· και στους πεζούς συγγραφείς, ἄπρακτον ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν, σε Θουκ.· ἄπρακτον γίγνεσθαι, δεν αποδοκιμάζω, δεν επωφελούμαι σε τίποτε, στον ίδ.· ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά, στον ίδ.· επίρρ. -τως, ανεπιτυχώς, στον ίδ.
II. 1. Παθ., αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει τίποτε, αυτός που προκαλεί αμηχανία για το τι πρέπει να γίνει, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, αδύνατος, απραγματοποίητος, σε Θέογν.
3. αυτός που δεν έγινε, που εγκαταλείφθηκε ατέλεστος, σε Ξεν.
4. με γεν., μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν, απρόσβλητος, ανέγγιχτος από τη μαντική σας τέχνη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπρακτος: эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 2
1) бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный (πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.);
2) ничего не добившийся, не достигший цели (ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.);
3) бесплодный, по др. невозделанный (γῆ Plut.);
4) проводимый в бездействии, нерабочий (ἡμέραι Plut.);
5) неисполненный, несделанный Dem.: μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. чтобы не запустить государственных дел; οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. не иметь покоя от кого-л.;
6) неутолимый, неисцелимый (ὀδύναι Hom.);
7) неотвратимый, неодолимый, неминуемый (ἀνίη Hom.);
8) бездеятельный, бездействующий (ἄ. καὶ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.): φόβων ἀπρακτότατος Plut. не внушающий никакого страха.

Middle Liddell


I. act. doing nothing, ineffectual, unprofitable, Il., Dem.
2. of persons, without success, unsuccessful, ἄπρηκτος νέεσθαι, Lat. re infecta, Il.; and in Prose, ἄπρ. ἀπιέναι, ἀπελθεῖν, ἀποχωρεῖν Thuc.; ἄπρ. γίγνεσθαι to gain nothing, Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Thuc.:—adv. -τως, unsuccessfully, Thuc.
II. pass. against which nothing can be done, impracticable, Od.
2. not to be done, impossible, Theogn.
3. not done, left undone, Xen.
4. c. gen., μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν unassailed by your divining arts, Soph.

English (Woodhouse)

fruitless, ineffectual, unsuccessful, useless, vain, accomplishing nothing, barren of result, making no impression, not accomplishing one's object

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)