ἰύζω
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
aor.
A ἴυξα Pi.P.4.237:—shout, yell, in order to scare beasts, πολλὰ μάλ' ἰύζουσιν Il.17.66; οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο Od.15.162; later, yell from grief or pain, cry out, ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει Pi. l.c.; used by A. in lyr., only in imper., ἴυζ' ἄποτμον βοάν Pers.281, cf. 1042, Supp. 808, 872; part., ἰύζων S.Tr.787; ἰύζων ἀν' ὄρος Call.Fr.512 (perh. here = piping, cf. sq.); of bees, buzz, Q.S.1.440. (From the Interjection ἰΰ, q.v. (from ἰού acc. to EM480.6): ϝι-, cf. ἀβίυκτος, ἐκβιούζει. [ῑ Ep. and Pi.; ῐ in S.Tr.787, and prob. in A.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰύζω: (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - κραυγάζω, βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, κραυγάζω, βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ.
French (Bailly abrégé)
f. ἰύξω, ao. ἴυξα;
pousser un cri aigu ; particul. faire retentir : τινι βοάν ESCHL sur qqn des cris lugubres ; abs. pousser des cris plaintifs, se lamenter.
Étymologie: DELG onomatopée.
English (Autenrieth)
cry out, scream with intent to scare something away, Od. 15.162 and Il. 17.66.
English (Slater)
ῑύζω
1 cry out ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς (ἴυγξεν coni. Schr.) (P. 4.237)
Greek Monolingual
ἰύζω (Α)
1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.)
2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.)
3. βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. του ρ. ἰύζω. Η λ. μαρτυρείται άλλοτε με μακρό ἰ- και άλλοτε με βραχύ.
ΠΑΡ. ιυγή, ίυγμα, ιυγμός, ιυκτής].
Greek Monotonic
ἰύζω: αόρ. αʹ ἴυξα (ἰού), φωνάζω, κραυγάζω, σε Όμηρ.· έπειτα, κραυγάζω, στενάζω από πόνο ή θλίψη, σε Αισχύλ., Σοφ. (το ῑ σε Επικ. και Πίνδ.· το ῐ σε Σοφ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cry aloud, howl (Il.)
Other forms: Aor. ἰύξαι (Pi. P. 4, 237). Also ἀν-ιύζω (Q. S.). Cf. ἀβιυκτον (cod. -ηκτον) ἐφ' οὗ οὐκ ἐγένετο βοη ἀπολλυμένου H., and ἐκβιούζει θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς H. (DELG explains the F as analogy after ἰάχω, which seems unnecessarily complicated (s. below).
Derivatives: ἰυγή (Orac. ap. Hdt. 9, 43, S., Nic.), ἰυγμός (Σ 572, A., E.) crying, also ἰύγματα pl. id. (A. Dict. in PSI 11, 1209, 17); ἰύκτης m. howler, flutist, only in ἰύκτα (Theoc. 8, 30; after ἠπύτα, ἠχέτα, Fraenkel Nom. ag. 1, 223). With secondary nasalization ἰυγκτόν τορόν [piercing] and ἰυγγοδρομεῖν ἐκβοηθεῖν. Βοιωτοί H. (after βοηδρομεῖν; false for ἰυγο- ?); also Ίυγγίης Διόνυσος H. with Ίύγγιος Thess. month-name; details in E. Kretschmer Glotta 18, 98.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On ἴυγξ s. v. Verbalized interjection, cf. ἰΰ (Hdn. Gr. 1, 506; or backformation form ἰύζω?). Also ἰού, ἰώ, ἰαῦ, but these may have had another initial (s. below). S. Schwyzer-Debrunner 600. (From the interjection also Ἴυος surname of Dionysos (Lycaonia; cf. Robinson AmJournArch. 31, 26ff., Wahrmann Glotta 19, 161). - The forms ἀβίυκτον (cod. -ηκτον) ἐφοὗ οὑκ ἐγένετο βοη ἀπολλυμένου (cf. Latte l. c.) and ἐκβιούζει θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς H., point to *Ϝιύζω (s. above). Cf. Schulze Kl. Schr. 335. Fur. 277. - Further W.-Hofmann s. iūbilō, Pok. 514. S. also ἰβύ and 1. αὔω. - The word is typically Pre-Greek (e.g. the prenasalization; note the notation -βιουζει with ου).As Pre-Greek does not seem to know a sequence of two full vowels, I assume that it had (here initial) *wy-, a palatalized *w. See also on ἴυγξ.
Middle Liddell
ἰύζω, [ἰού]
to shout, yell, Hom.:—later to yell or cry from grief or pain, Aesch., Soph. [ῑ, epic and Pind.; ῐ in Soph.]
Frisk Etymology German
ἰύζω: (ep. poet. seit Il.),
{iúzō}
Forms: Aor. ἰύξαι (Pi. P. 4, 237)
Grammar: v.
Meaning: laut schreien, heulen,
Composita : auch ἀνιύζω (Q. S.).
Derivative: Davon ἰυγή (Orac. ap. Hdt. 9, 43, S., Nik. u. a.), ἰυγμός (Σ 572, A., E.) Geschrei, auch ἰύγματα pl. ib. (A. Dict. in PSI 11, 1209, 17); ἰύκτης m. Heuler, Pfeifer, nur in ἰύκτα (Theok. 8, 30; nach ἠπύτα, ἠχέτα, Fraenkel Nom. ag. 1, 223). Mit sekundärer Nasalierung ἰυγκτόν· τορόν und ἰυγγοδρομεῖν· ἐκβοηθεῖν. Βοιωτοί H. (nach βοηδρομεῖν; falsch für ἰυγο- ?); auch Ἰυγγίης· Διόνυσος H. mit Ἰύγγιος thess. Monatsname; Einzelheiten bei E. Kretschmer Glotta 18, 98. — Zu ἴυγξ s. bes.
Etymology : Verbalisierte Interjektion, vgl. ἰΰ (Hdn. Gr. 1, 506; aus ἰύζω rückgebildet?), auch ἰού, ἰώ, ἰαῦ u. a. (Schwyzer-Debrunner 600). Von der Interjektion auch Ἴυος Beiname des Dionysos (Lykaonien; vgl. Robinson AmJournArch. 31, 26ff., Wahrmann Glotta 19, 161). Das anlautende ἰ- (Quantität schwankend) war wohl ursprünglich Halbvokal wie in lat. iūbilō, mhd. jū u. a., s. Schwyzer 313. — Unklar sind ἀβίυκτον (cod. -ηκτον)· ἐφ’οὗ οὐκ ἐγένετο βοὴ ἀπολλυμένου (vgl. Latte z. St.) und ἐκβιούζει· θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς H., ob aus *ϝιύζω nach ϝιϝάχω? Vgl. Schulze Kl. Schr. 335, wo indessen ἰύζω und ἰ̆υζω (aus *ϝιύζω) falsch getrennt werden. S. auch ἰβύ und 1. αὔω. — Weitere Formen m. Lit. bei W.-Hofmann s. iūbilō. WP. 1, 210, Pok. 514.
Page 1,744-745