άημι
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
ἄημι (Α)
Ι ενεργ.
1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω
2. αναπνέω, εισπνέω
παθ. ἄημαι
1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο
2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα
3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή φόβο, παραδέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη ἄημι (< ἄ-Fε-μι < ἀ- προθεματικό + we + -μι) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα we- «πνέω, φυσώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. va-ti «πνέει», γερμ. wehen «πνέω»), παρεκτεταμένη κατά το προθεματικό στοιχείο ἀ-(αFη).Παράγωγα του ἄημι είναι οι τ. ἀή-τη και ἀή-της, που σημαίνουν «τον άνεμο» (πρβλ. αρχ. ινδ. va-ta- «άνεμος»). Αντίστοιχο παράγωγο, με οδοντική παρέκταση της ρίζας (αν δεν πρόκειται περί μετοχής) είναι το λατ. ve-nt-us (< ve-nto-s) «ο άνεμος», απ’ όπου τα γαλλ. vent, ιταλ. vento, ισπ. viento, καθώς και τα γερμ. wind, αγγλ. wind «άνεμος» και window «παράθυρο». Ακόμη τα λατ. ventosus «ανεμώδης, θυελλώδης» και ventilare «σείω στον άνεμο, ριπίζω», από όπου τα γαλλ. ventiler «αερίζω, εξαερίζω», ventouse «συγκέντρωση αερίων, βεντούζα». Πιθανώς δε και το αγγλ. weather «καιρός» και τα γερμ. Wetter «καιρός, θύελλα» και Gewitter «θύελλα». Στην ίδια ΙΕ ρίζα, παρεκτεταμένη με l/r, ανάγονται τα ελλην. ἄελλα (< αFελ-yα με επίδραση του θύελλα) και αὔρα (< aF-ρa). Ακόμη τα ἀτμός (αFε-τ-μὸς) και ἀήσυρος (< αFη-τ-υρος). Τέλος, η γλώσσα του Ησυχίου ἄος («πνεῦμα καὶ ἄημα»), καθώς και σύνθετα του τύπου δυσ-αὴς «μη ούριος άνεμος», εὐ-αὴς «ευάερος» ἁλιαής, ὑπεραής κ.τ.ό. (με μακρό το α, λόγω της συνθέσεως), παράγονται από την ίδια ρίζα, όπως και τα παράγωγα του ἄημι, ἄημα και ἄησις.
ΠΑΡ. αρχ. ἄημα, ἄησις, ἄήσυρος, ἄήτη, ἄήτης
ομόρριζα τα ἄελλα, αὔρα, ἀτμός.