ἐπιρρέω

From LSJ
Revision as of 09:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέω Medium diacritics: ἐπιρρέω Low diacritics: επιρρέω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: epirréō Transliteration B: epirreō Transliteration C: epirreo Beta Code: e)pirre/w

English (LSJ)

late fut. A -ρρεύσω HeroSpir.1.9: aor. 1 Act. -ερρευσα Procop.Aed.4.6: pf. -έρρευκα Gal. ap. Orib.51.36.17: aor. 2 Pass. -ερρύην Hp.Nat.Hom.1, etc.:—flow upon the surface, float, καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ' ἔλαιον Il.2.754. 2. flow in besides, keep on flowing, ποταμοῖσι . . ἐμβαίνουσιν . . ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ Heraclit.12; ἐπιρρεόντων ποταμῶν (into the sea), Ar.Nu.1294; χολὴ πλείων ἐπιρρέουσα Pl.Ti.85e; ἄνωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας ib.22e: metaph. of large bodies of men, stream on, ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν Il.11.724; ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων καὶ γινομένων πλεύνων Hdt.9.38; ἐ. ὄχλος Γοργόνων Pl.Phdr. 229d; of a flood of topics, Id.Tht.177e; ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ Theoc.15.59; of the ἀπόρροιαι of Democritus, Plu.2.733d: c. inf., τὸ πλῆθος τῶν εἰπεῖν ἐπιρρεόντων Isoc.12.95: metaph. also, οὑπιρρέων χρόνος onward-streaming time, i.e. the future, A.Eu.853; ὄλβου ἐπιρρυέντος if wealth accumulates, E.Med.1229; ἀγαθῶν ἐπιρρεόντων X. Ap.27; πολλὴ αὔξη ὅταν ἐ. πόνων Pl.Lg.788d; τὰ ἐπιρρέοντα the stream of wealth, Aen.Gaz. Thphr.p.27 B. 3. c. gen., [[[τρίποδες]]] οἴνου ἐπέρρεον flowed with wine, Philostr.VA3.27. II. Pass., to be watered, ὕδασι Paus.9.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέω: ἀόρ. ἐπερρύην, Παθ. (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.): (πρβλ. ῥέω). Ρέω ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, οὐδ’ ὅ γε Πηνειῷ ἐπιμίσγεται... ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον, περὶ τοῦ ποταμοῦ Τιταρησίου, Ἰλ. Β. 754. 2) εἰσρέω, χύνομαι ἐντός τινος, ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν, ἐνῷ εἰσρέουσιν εἰς αὐτὴν (δηλ. τὴν θάλασσαν) οἱ ποταμοί, Ἀριστοφ. Νεφ. 1294· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα Πλάτ. Θεαίτ. 177C, πρβλ. Τίμ. 85Ε, κ. ἀλλ.· ἄνωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας αὐτόθι 22Ε: ― μεταφ., ἐπὶ μεγάλης πληθύος ἀνθρώπων, χύνομαι ὡς ῥεῦμα ἀτελεύτητον, ἐπέρχομαι, ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν Ἰλ. Λ. 724· ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων καὶ γινομένων πλεύνων Ἡρόδ. 9. 38· ἐπ. ὄχλος Γοργόνων Πλάτ. Φαῖδρ. 229D· ὅσος ὄχλος ἁμὶν ἐπιρρεῖ Θεόκρ. 15. 59· ἐπὶ τῶν ἀπορροιῶν τοῦ Δημοκρίτου, Πλούτ. 2. 733Ε· μετ’ ἀπαρ., τὸ πλῆθος τῶν εἰπεῖν ἐπιρρεόντων Ἰσοκρ. 252C: ― μεταφ. ὡσαύτως, οὑπιρρέων χρόνος, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς χωρῶν χρόνος, δηλ. τὸ μέλλον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 853· ὄλβου δ’ ἐπιρρυέντος, εἰσρεύσαντος δὲ πλούτου, Εὐρ. Μήδ. 1229, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 27, Πλάτ. Νόμ. 778D. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., Ὁμόλην... εὔγεων μάλιστα καὶ ὕδασιν ἐπιρρεομένην, ποτιζομένην, Παυσ. 9. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπέρρεον, f. ἐπιρρυήσομαι, ao. ἐπερρύην, pf. ἐπερρύηκα;
1 (ἐπί sur) flotter à la surface;
2 (ἐπί à la suite de) couler l’un après l’autre, couler sans cesse ; fig. se succéder comme les flots de la mer ; en parl. du temps οὑπιρρέων χρόνος ESCHL le cours du temps, l’avenir.
Étymologie: ἐπί, ῥέω.

English (Autenrieth)

(σρέω): flow upon, Il. 2.754; met., stream on, Il. 11.724. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρέω) ρέω
1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ἐπιρρέομαι
ποτίζομαι, αρδεύομαι
αρχ.
1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.)
2. (για άνθρ.) ορμώ, ξεχύνομαι («τά δ’ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρέω: μέλ. -ρεύσομαι και Παθ. -ρυήσομαι· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. σημασία ἐπερρύην·
1. ρέω στην επιφάνεια, επιπλέω στο πάνω μέρος, όπως το λάδι πάνω στο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εισρέω επιπλέον, χύνομαι εντός, κυλώ, ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, οὑπιρρέων χρόνος, ο χρόνος που τρέχει, κυλά προς τα εμπρός, δηλ. το μέλλον, σε Αισχύλ.· ὄλβου ἐπιρρυέντος, εάν ο πλούτος εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρέω: (fut. ἐπιρρυήσομαι, aor. ἐπερρύην, pf. ἐπερρύηκα)
1) (вверх, по чему-л., куда-л. или вслед за чем-л.) течь, протекать: καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ᾽ ἔλαιον Hom. течет поверх подобно маслу;
2) притекать (ὁ ἀπορρέον ἀεὶ καὶ ἐπιρρέον ὕδωρ Arst.; τροφὴ ἀρκούντως ἐπιρρεῖ Plut.): ὄλβου ἐπιρρυέντος Eur. с притоком богатства; οὑπιρρέων (= ὁ ἐπιρρέων) χρόνος Aesch. будущее время, грядущее;
3) втекать, впадать: οὐδὲν γίγνεται, ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν, πλείων Arph. (море) не увеличивается, хотя в него впадают реки;
4) литься вниз (ἄνωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας Plat.);
5) идти толпами, прибывать массами (ἐπιρρεῖ τὸ ὄχλος Plat. или τὸ πλῆθος Plut.): ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων Her. в то время как греки все прибывали;
6) протекать, происходить: πολλὴ αὔξη, ὅταν ἐπιρρέῃ πόνων χωρὶς πολλῶν … Plat. сильный рост (тела), если он не сопровождается усиленной работой ….

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι and in pass. form -ρυήσομαι aor2 pass. also in act. sense ἐπερρύην
1. to flow upon the surface, float a-top, like oil on water, Il.
2. to flow in besides, flow fresh and fresh, Ar.:—metaph. of large bodies of men, to stream on and on, Il., Hdt.; also, οὑπιρρέων χρόνος onward-streaming time, i. e. the future, Aesch.; ὄλβου ἐπιρρυέντος if wealth flows on and on, increases continually, Eur.