μητρῷος

From LSJ
Revision as of 11:29, 12 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τὸ" to "τὸ")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρῷος Medium diacritics: μητρῷος Low diacritics: μητρώος Capitals: ΜΗΤΡΩΟΣ
Transliteration A: mētrō̂ios Transliteration B: mētrōos Transliteration C: mitroos Beta Code: mhtrw=|os

English (LSJ)

Dor. ματρ-, α, ον, contr. for μητρώϊος (q. v.), A of a mother, αἷμα A.Eu.230; τὰ πατρῷα καὶ μ. πήματα S.OC1196; μ. δέμας, periphr. for τὴν μητέρα, A.Eu.84; οἱ πατρῷοι καὶ μ. θεοί X.Cyn.1.15, cf. IG3.235; μ. τροφή, γάλα, Sor.1.86, 87; μ. κληρονομία PSI1.66.2 (v A. D.); τὰ μ. PMasp.6 ii 91 (vi A. D.). 2 τὸ μ. μόριον, = μήτρα, Hp.Epid.6.5.8. II Μητρῷον (sc. ἱερόν), τό, temple of Demeter, Clitodem.1: more freq. temple of Cybele, esp. at Athens, where it was the depository of the state archives, D.19.129, Aeschin.3.187, Chamael. ap. Ath.9.407c, IG22.463.28. 2 Μητρῷα (sc. ἱερά), τά, the worship of Cybele, D.H.Dem.22, Plu.2.407c, IG12(7).237.64 (Amorgos). b Μητρῷα, τά, music played in her honour, Duris 16 J.; in full, τὰ M. μέλη D.H.2.19; τὸ M. αὔλημα Paus.10.30.9. 3 Μητρῷος, (sc. μήν), month in Bithynia, Hemerolog.Flor.

German (Pape)

[Seite 180] mütterlich; κτανεῖν σ' ἔπεισα μητρῷον δέμας, Aesch. Eum. 84; αἷμα, 221, öfter; Soph. πατρῷα καὶ μητρῷα πήματα, O. C. 1198; μητρῷον φόνον, Eur. Med. 1305; λέκτρα μητρῴων γάμων, Phoen. 59, mit der Mutter, öfter; in Prosa, τὴν μητρῴαν οἴκησιν, Plat. Crit. 114 a; πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ μητρῴων, Xen. Hell. 2, 4, 13; Sp., θηλή, Bahr. 89, 9. – Bes. die große Göttermutter Kybele betreffend, dah. τὸ μητρῷον, der Tempel der Kybele, der in Athen zum Aufbewahren der Volksbeschlüsse als Staatsarchiv diente, Dem. 19, 129; Chamael. bei Ath. IX, 407 c; – τὰ μητρῷα, sc. μέλη, Lieder zu Ehren der Göttermutter, Ath. XIV, 618 c, u. sc. ἱερά, der heilige Dienst derselben, Plut. Pyth. or. 25.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῷος: Δωρ. μᾱτρ-, α, ον, συνῃρ. ἀντὶ μητρώιος, (ὃ ἴδε)· ἀνήκων εἰς μητέρα, ὁ τῆς μητρός, αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 230· τὰ πατρῷα καὶ μ. πήματα Σοφ. Ο. Κ. 1196· μ. δέμας, περίφρ. ἀντὶ τὴν μητέρα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 84· - τὰ μ., τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, Ἡρόδ. 3. 53· οἱ πατρῷοι καὶ μ. θεοὶ Ξεν. Κυν. 1, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 493. 2) τὸ μ. μόριον = μήτρα, Ἱππ. 1185 Α. ΙΙ. Μητρῷον (δηλ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος, Κλειτόδημ. 1, ἴδε ἐν λ. μήτηρ· - ἀλλὰ συχνότερον, ὁ ναὸς τῆς Κυβέλης, ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἔνθα ἔκειτο παρὰ τὸ βουλευτήριον, καὶ ἐχρησίμευεν ὡς ἀρχεῖον ἐν ᾧ ἐφυλάττοντο τὰ δημόσια ἔγγραφα κλπ., Δημ. 381. 2, Ἀντιφῶν 30. 33, κτλ., ἴδε Böckh P. E. 2. 143, n. 421. 2) Μητρῷα (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ λατρεία τῆς Κυβέλης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως, τὸ Μ. αὔλημα Παυσ. 10. 30, 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de mère, maternel;
2 de la mère des dieux, de Cybèle ; τὸ μητρῷον (ἱερόν) le sanctuaire de Cybèle, à Athènes ; τὰ μητρῷα (ἱερά) le culte de Cybèle.
Étymologie: μήτηρ.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μητρῷος, -ῴα, -ον)
αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο
κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον οποίο εγγράφονται πολίτες του ενός ή και τών δύο φύλων για λόγους δημόσιου συμφέροντος
2. φρ. α) «στρατολογικό μητρώο» — κατάλογος αρρένων πολιτών ο οποίος τηρείται στα κατά τόπους στρατολογικά γραφεία και στον οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες
β) «ποινικό μητρώο» — κατάλογος ο οποίος τηρείται στις κατά τόπους δικαστικές αρχές ή στο υπουργείο Δικαιοσύνης για τους άγνωστης διαμονής και τους γεννημένους στην αλλοδαπή, στον οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, για πλημμέλημα ή κακούργημα ή, προκειμένου για ανηλίκους, όσοι έχουν υποστεί περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα ή έχουν απαλλαγεί ως ακαταλόγιστοι
γ) «φορολογικό μητρώο» — κατάλογος τών φορολογουμένων ο οποίος τηρείται από τις αρμόδιες οικονομικές εφορίες με στοιχεία για κάθε φορολογούμενο
δ) «έχει λερωμένο το μητρώο του» — έχει ύποπτο παρελθόν
αρχ.
1. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μητρῷον
α) ο ναός της Δήμητρος
β) το ιερό της μητέρας τών θεών Κυβέλης
γ) στον πληθ. τὰ Μητρῷα
i) η λατρεία της Κυβέλης
ii) η μουσική που παιζόταν προς τιμήν της Κυβέλης
2. (το αρχ. ως κύριο όν.) ο Μητρῷος
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρως, γεν. μήτρω-ος + κατάλ. -ιος (πρβλ. πατρῷος < πάτρως). Είναι χαρακτηριστικό ότι το επίθ. που θα αναμενόταν για να δηλώσει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα, δηλ. το επίθ. μήτρ-ιος, δεν μαρτυρείται. Στη θέση του εμφανίζεται το μητρῷος, που παράγεται από το θέμα της λ. μήτρως «αδελφός ή πατέρας της μητέρας» και όχι από το θέμα της λέξης μήτηρ (μήτριος). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει το πρότυπο μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που δεν αναγνώριζε στη μητέρα τα ίδια δικαιώματα με τον πατέρα. Το επίθ. μήτριος απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ομο-μήτριος)].

Greek Monotonic

μητρῷος: Δωρ. μᾱτρ-, -α, -ον, συνηρ. αντί μητρώϊος (το οποίο απαντά στην Οδ.)·
I. λέγεται για τη μητέρα, της μητέρας, μητρικός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μητρῷον δέμας, περίφραση αντί τὴν μητέρα, σε Αισχύλ.· τὰ μητρῷα, το δίκαιο, το δικαίωμα της μητέρας, σε Ηρόδ.
II. Μητρῷον (ενν. ἱερόν), τό, ο ναός της Κυβέλης στην Αθήνα, που ήταν ο τόπος όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

μητρῷος: эп. μητρώϊος, дор. μᾱτρῷος 3 материнский (αἷμα Aesch.; οἴκησις Plat.).

Middle Liddell

[contr. for μητρώιος (which occurs in Od.)]
I. of a mother, a mother's, maternal, Od., attic; μ. δέμας, periphr. for τὴν μητέρα, Aesch.: —τὰ μ. a mother's right. Hdt.
II. Μητρῷον (sc. ἱερόν), the temple of Cybele at Athens, which was the depository of the state-archives, Dem., Aeschin.

English (Woodhouse)

of a mother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)