μάλιστα
English (LSJ)
Adv. Sup. of μάλα, v. μάλα III.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάλιστα: ἐπίρρ., ὑπερθετ. τοῦ μάλα, ἴδε μάλα ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. μάλα.
English (Autenrieth)
see μάλα.
English (Strong)
neuter plural of the superlative of an apparently primary adverb mala (very); (adverbially) most (in the greatest degree) or particularly: chiefly, most of all, (e-)specially.
English (Thayer)
(superlative of the adverb μάλα) (from Homer down), adverb, especially, chiefly, most of all, above all: μάλιστα γνώστης, especially expert, thoroughly well-informed, Acts 26:3.
Greek Monolingual
(AM μάλιστα)
(βεβαιωτικό μόριο)
1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», Αριστοφ.)
2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «είναι πολύ καλός και μάλιστα πολύ επιμελής» β. «ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῦν εὔκαιρον εἰπεῖν» Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ενάρθρως) τα μάλιστα
σε υπέρτατο βαθμό
νεοελλ.
φρ. «τώρα μάλιστα» — έκφραση αποδοκιμασίας, διαπίστωση ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
αρχ.
1. (με αριθμητικό) περίπου, σχεδόν («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τετταράκοντα», Θουκ.)
2. αντί του συγκριτικοῦ μᾶλλον («μάλιστα ἢ ἐμοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. φρ. α) «τί μάλιστα;» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ μάλιστα» — ώς επί το πλείστον
γ) «ἐν τοῖς μάλιστα» — μεταξύ τών πρώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μάλα.
Greek Monotonic
μάλιστα: επίρρ., υπερθ. του μάλα· βλ. μάλα II.
Russian (Dvoretsky)
μάλιστα: (μᾰ) adv. [superl. к μάλα
1) в высшей степени, крайне, весьма, совсем, вполне: ἄγχι μ. Hom. совсем рядом, вплотную; μ. φίλτατόν ἐστιν Hom. в высшей степени приятно; λογιμώτατος μακρῷ μ. Her. безусловно самый знаменитый; (ἐς) τὰ μ. Her., ἐς μ. Luc., ὁμοῖα τῷ (или τοῖς) μ. Her., τοῖς μ. ὁμοίως Dem. в высшей степени, чрезвычайно; ὅσον δύναται μ. Her. насколько возможно; ὡς μ. δύναμαι Plat. насколько это в моей власти; μ. (γε) Soph., καὶ μ. Arph., μ. πάντων или πάντων μ. Plat. несомненно, безусловно, конечно;
2) наиболее, больше всего (всех), преимущественно, в особенности: ἄνδρεσσι πᾶσι, μ. δ᾽ ἐμοί Hom. (это пристало) всем, но больше всего мне; μ. πάντων ἀνθρώπων Her. больше, чем кто бы то ни было;
3) прежде всего (Ἀτρεῖδαι μὲν μ., ἔπειτα δὲ ὁ Λαρτίου παῖς Soph.): ἐν τοῖς μ. Περσῶν Plut. как никто больше из персов;
4) точно говоря, именно: τί μ.; Plat. что же именно? или каким же это образом?; πηνίκα μ. ἐστιν; Plat. который это час?;
5) приблизительно, около, почти (πεντήκοντα μ. Thuc.): ἐπ᾽ ἔτει ἑκατοστῷ μ. Thuc. по истечении приблизительно столетия;
6) особенно, тем более: μ. γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν ἐθῶν NT тем более, что ты знаком со всеми обычаями.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:m£lista 馬利士他
詞類次數:副詞(12)
原文字根:寧可(更)
字義溯源:最,特別的,獨特的,尤其,尤其是,尤其要,更;更是,更要緊的,確實是,特意,特別;這字是'很'的'最高級',源自(μακροχρόνιος)X*=很)
出現次數:總共(12);徒(3);加(1);腓(1);提前(3);提後(1);多(1);門(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 尤其是(3) 提前5:8; 多1:10; 彼後2:10;
2) 尤其(2) 徒26:3; 提前5:17;
3) 確實是(1) 門1:16;
4) 更要緊的是(1) 提後4:13;
5) 更是(1) 提前4:10;
6) 特別(1) 腓4:22;
7) 特意(1) 徒25:26;
8) 尤其要(1) 加6:10;
9) 最(1) 徒20:38
English (Woodhouse)
about, especially, exactly, best of all, preeminently, to form superlatives, with numbers