στεῦμαι
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
Epic Verb, used by Hom. only in 3sg. pres. and impf., στεῦται, στεῦτο, once by A. in 3sg. στεῦται; 1sg. στεῦμαι cj. for ὑπισχνοῦμαι in Orph.L.82, 3pl. impf. στεῦντο Maiist.60:—In Il. always with inf. fut., make as if one would... promise or threaten that one will . ., στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Il.3.83; στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν 2.597; στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα 9.241; στεῦτο γὰρ . . οἰσέμεν ἔντεα καλά 18.191; στεῦτο . . ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ 21.455; ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι 5.832; once with inf. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι declares he has heard of O., Od.17.525; στεῦται . . ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι A.Pers.49 (anap.); with inf. pres., στεῦται δ' Ἠελίου γόνος ἔμμεναι boasts that he is... A.R.2.1204; with acc. and inf. pres., στεῦντο θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν ἔμμεναι ἢ λάεσσιν declared that they were... Maiist. l.c.: abs. once in Od., στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι he made eager efforts in his thirst, 11.584. (Aristarch. seems to have connected it with ἵστημι: τὸ στεῦτο κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως, Sch.Il.2.597, cf. Apollon. Lex., Hsch.: but more prob. στεῦτο (from *στεῦστο with dissimilation) corresponds to Ved. astoṣṭa 'solemnly proclaimed concerning himself', 3sg. sigmatic aor. middle of stu-.)
German (Pape)
[Seite 938] ep. descclives dep., das bei Hom. öfters, aber nur in der 3. Person sing. ind. praes. u. imperf. στεῦται, στεῦτο vorkommt; – eigtl. wohl = dastehen, στεῦτο δὲ διψάων, dürstend stand er da, Od. 11, 584, welche Stelle aber die alten Gramm. als unächt verwerfen; sonst mit dem int., = sich anstellen, als wolle man Etwas thun, Miene machen, verheißen, drohen, behaupten; κατὰ διάνοιαν ὁρίζεσθαι ecklärte Aristarch, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 98, und vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 192; Il. 2, 597 στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, er bestand darauf, er werde siegen, u. so mit dem int. tut. 3, 83. 9, 241. 18, 191. 21, 455; auch Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι, er versprach ihr zu kämpfen, 5, 832; c. int. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι, Od. 17, 525, er behauptet gehört zu haben; – Aesch. auch in der 3. Pers. plur., στεῦνται δ' ἱεροῦ Τμώλου πελάται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι, sie versprechen, drohen, Pers. 49.
Greek (Liddell-Scott)
στεῦμαι: Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ., στεῦται, στεῦτο, καὶ ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν τῷ γ΄ πληθ. στεῦνται· α΄ ἑνικ. στεῦμαι μόνον ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 82. Ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., προσποιοῦμαι ὡς ἐὰν ἤθελον ..., ὑπόσχομαι ἢ ἀπειλῶ ὅτι θά ..., στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Ἰλ. Γ. 83· στεῦτο γὰρ ... νικησέμεν Β. 597· στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Ι. 241· στεῦτο γὰρ. οἰσέμεν ἔντεα καλὰ Σ. 191· στεῦτο... ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Φ. 455· ἐμοί τε καὶ Ἡρῃ στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Ε. 832· ἅπαξ μετ’ ἀπαρ. ἀορ., στεῦται δ’ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι Ὀδ. Ρ. 525· οὕτω, στεῦται .... ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Αἰσχύλ. Πέρσ. 49· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., στεῦται δ' Ἡλίου γόνος ἔμμεναι, καυχᾶται ὅτι εἶναι ..., Ἀπολλ. Ρόδ. 1204· - ἀπολ., ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ, στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, κατέβαλλε προσπαθείας ἐν τῇ δίψῃ του, Λ. 584. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΣΤΥ, ΣΤΕϜ, ἴδε ἐν λέξ. στύω, στῦλος· ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο, ὑψοῦμαι, ἀνεγείρω ἢ ἀνορθώνω ἐμαυτόν, ἀγωνίζομαι, καταβάλλω προσπαθείας· καὶ οὕτως ἐλαμβάνετο παρ’ Ἀριστάρχῳ, κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Β. 597, πρβλ. Ἀπολλων. Λεξ., Ἡσύχ.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 se tenir debout;
2 affirmer, promettre ; τινι à qqn, avec l'inf..
Étymologie: R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. ἵστημι.
English (Autenrieth)
στεῦται, ipf. στεῦτο: denotes the expression of a wish by a gesture, have the appearance, make as if, foll. by inf., regularly the fut., once aor., ‘pretends to have heard,’ Od. 17.525; διψάων, ‘stood as if thirsty,’ Od. 11.584; in general, engage, threaten, promise, τινί, Il. 5.832.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει προέλθει (με ανομοιωτική αποβολή του -s-) από το αρχ. ινδ. astosta, αόρ. του ρ. stauti (πρβλ. και αβεστ. stuyē) με σημ. «υμνώ, δοξάζω». Κατ' άλλη άποψη, ο ενεστ. στεῦται σχηματίστηκε απευθείας από έναν τ. της Βεδικής stave].
Greek Monotonic
στεῦμαι: αποθ., σε χρήση στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. στεῦται, στεῦτο, και άπαξ, σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. στεῦνται· με απαρ. μέλ. προσποιούμαι σαν να ήθελα να..., υπόσχομαι ή απειλώ ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., στεῦται ἀκοῦσαι, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, στεῦται ἀμφιβαλεῖν, σε Αισχύλ.· απόλ., στεῦτο, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
στεῦμαι: ἵστημι (только 3 л. sing. и pl. praes. и impf.)
1) стоять, находиться: στεῦτο δὲ διψάων Hom. (Тантал) стоял томимый жаждой;
2) утверждать, сулить (στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Hom.): στεῦνται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Aesch. (жители Тмола) уверяют, что наденут ярмо рабства на Элладу; στεῦτ᾽ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Hom. (Арей) дал клятву, что будет сражаться против троянцев.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεῦμαι, 3 sing. στεῦται, imperf. 3 sing. στεῦτο, te kennen geven, beweren, verzekeren, dreigen, met inf. (meestal inf. fut. ); στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι hij verzekerde dat hij tegen de Trojanen zou gaan vechten Il. 5.832; στεῦται … νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα hij dreigt dat hij van de schepen de ornamenten aan het uiteinde zal afslaan Il. 9.241; met inf. aor..; στεῦται … Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι... ζωοῦ hij beweert over Odysseus gehoord te hebben, nog levend en wel Od. 17.525; met pred. ptc.. στεῦτο … διψάων hij maakte duidelijk dat hij dorst had (onzeker) Od. 11.584.
Middle Liddell
[used by Hom. only in 3rd sg. pres. and imperf. στεῦται, στεῦτο, and once by Aesch. in 3rd pl. στεῦνται]
Dep., to make as if one would, to promise or threaten that one will, Il.; also with aor. inf., στεῦται ἀκοῦσαι Od.; so, στεῦται ἀμφιβαλεῖν Aesch.: —absol., στεῦτο he made eager efforts, Od. [deriv. uncertain]