κεντρίζω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
= κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.
German (Pape)
[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
French (Bailly abrégé)
aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.
Greek Monotonic
κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κεντρίζω:
1) подгонять стрекалом, подстегивать (τινά Xen.);
2) подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντρίζω [κέντρον] pass. overdr. gestimuleerd worden:. κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς... φιλονικίας gestimuleerd door zijn eerzucht Xen. Cyr. 8.7.12.
Middle Liddell
κεντρίζω,
to prick, goad or spur on, Xen.; metaph., ἔρως κ. Xen. = κεντέω,]