ἐπιμελέομαι

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελέομαι Medium diacritics: ἐπιμελέομαι Low diacritics: επιμελέομαι Capitals: ΕΠΙΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: epimeléomai Transliteration B: epimeleomai Transliteration C: epimeleomai Beta Code: e)pimele/omai

English (LSJ)

also ἐπιμέλομαι Hdt.1.98, 2.2,174,al., Th.6.54 (v.l.in 7.39), Lys.7.25 (cod. M), Pl.Grg.516b, PEleph.13.7 (iii B.C.), PCair. Zen.44.17 (iii B.C.), etc.; the contr. form prevails in codd., e.g.Ar. Pl.1117, X.An.5.7.10, Pl.Mx.248e, and in Att. Inscrr. from 380 B.C. (older Att. spellings are ambiguous), and is required by the metre in E.Ph.556: fut. A ἐπιμελήσομαι Hdt.5.29, Th.3.25, etc.; ἐπιμεληθήσομαι v.l. in X.Mem.2.7.8, Aeschin.3.27 (Dor. 3sg. -θησεῖ IG12(3).170.25 (Astypalaea), pl. -θησεῦντι ib.12(1).694 (Rhodes)): aor. ἐπεμελήθην Hdt.8.109, Th.8.68, Isoc.4.38, X.Mem.1.3.11, etc. (ἐπεμελησάμην only late, IGRom.4.684.14 (i A.D.), SIG875 (ii A.D.), Gal.Protr. 9): pf. ἐπιμεμέλημαι Th.6.41: Act. only in SIG1044.31 (Halic.):—take care of, have charge of or have management of, rare in Poets, as E.Ph.556, freq. in Prose: c. gen. objecti, Hdt.1.98, 5.29, Ar.V.154, Pl.1117, Th.3.25, Isoc.4.38, Pl.R.331d, etc.; περί τινος X.An.5.7.10; (ὑπὲρ) τῆς στρατηγίας Id.Cyr.1.6.12; περί τινα Pl.Mx.248e: later, c.dat., παιδίῳ POxy.744.6 (i B.C.), cf.PTeb.58.62 (ii B.C.): c.acc.et inf., take care that . ., Th.6.54: c.gen.et inf., X.Oec.20.9:followed by ὅπως with ind. fut. or subj. aor., Foed. ap. Th.4.118, X.Mem.2.10.2, etc.: with opt. after an aor., Id.HG6.5.37; by ὅπως c.inf., Id.Cyr.4.2.37 (s.v.l.); by ὡς with opt. (after past tenses), Id.An.1.1.5, etc.; also ἐ. τινὸς ὅπως ἔσται Pl.Euthphr.2d; by ἵνα c.subj., Inscr.Prien.44.35 (ii B.C.): with neut. Adj. in acc., take care with respect to a thing, Th.6.41: c.acc. et dat., τὰ ἄλλα τοῖς πολεμάρχοις X.HG5.4.4, cf. IG22.233.20 (in E. Ph.556 the acc. belongs to ἔχοντες): c. acc. cogn., ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Pl.Prt.325c, cf.IG22.1261.5: abs., give heed, attend, Hdt.2.2. 2. of public commissions, have charge of, be inspector or curator of, τῶν μοριῶν ἐλαῶν Lys.7.29; τῶν δεκαδέων X.Cyr.8.1.14; δρόμου Id.An. 4.8.25; ὁδῶν (of the Roman cura viarum) CIG4011 (Ancyra): c.acc. cogn., Pl.Lg.812e:—in Att. Inscrr., ἐπιμεληθῆναι (inf. = imper.) is usual of a definite commission, ποιήσεως IG22.555, etc. (so -ηθέντων ib.12.70); ἐπιμελεῖσθαι, of matters requiring permanent attention, ib. 12.56, etc. 3. to be engaged in, cultivate any pursuit, art, etc., δυοῖν τέχναιν D.27.31; τῆς ἀρετῆς X.Cyr.7.5.71, cf. Mem.4.5.10.

German (Pape)

[Seite 961] med. mit aor. pass. (ἐπεμελησάμην erst sehr Sp.); fut. pass. = med., nur Xen. Mem. 2, 7, 8; perf. ἐπιμεμελήμεθα, Thuc. 6, 41; Sorge tragen, besorgen, verwalten; οὔτοι τὰ χρήματ' ἴδια κέκτηνται βροτοί, τὰ τῶν θεῶν δ' ἔχοντες ἐπιμελούμεθα Eur. Phoen. 556; gew. τινός, für Einen, für Etwas, Ar. Plut. 1117; τῶν ἄλλων ἐπιμελησόμενος Thuc. 3, 25; τῆς ψυχῆς οὐκ ἐπιμελεῖ οὐδὲ φροντίζεις Plat. Apol. 29 e; Folgde überall. Auch ταῦτα μὲν οὕτω περὶ τῆς μουσικῆς ἐπιμελείσθω, Legg. VII, 812 e. wie τῶν περὶ γάμους γυναικῶν ἐπιμελουμένων ibd. XI, 932 b; περί τινος, Xen. Mem. 5, 7, 10; Ggstz ἀμελεῖν, 3, 12, 5; ὑπέρ τινος, Cyr. 1, 6, 13; – πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. Prot. 325 c. – Mit folgdm ὅπως, τῶν νέων ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἔσονται ὅτι ἄριστοι Euthyphr. 2 d; τῶν βαρβάρων ἐπεμελεῖτο ὡς πολεμεῖν ἱκανοὶ εἴησαν Xen. An. 1, 1, 5, wie τούτων ἐπεμελήθη ὡς τύχοιεν πάντων, er sorgte dafür, daß sie Alles erhielten, Cyr. 7, 2, 16; περί τινος, ὅπως, Hipp. 4, 3; mit folgdm acc. c. int., Oec. 11, 17; – c. accus. in der Bdtg herbeischaffen, gewähren, Thuc. 6, 41; Xen. Mem. 2, 9, 4; ὁ Φυλλίδας τὰ ἄλλα πάντα ἐπεμελεῖτο τοῖς πολεμάρχοις Hell. 5, 4, 4. – Bes. auch einer Sache vorstehen, ein Amt verwalten, Aufseher sein, τῶν δημοσίων Her. 5, 29; προεστάναι τῆς πόλεως καὶ ἐπιμελεῖσθαι Plat. Gorg. 520 a; καὶ ἄρχειν Rep. 1, 353 d; διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος Phaedr. 246 e; δρόμου τε ἐπιμεληθῆναι καὶ τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι Xen. An. 4, 8, 25, öfter; bes. vom Areopag, Böckh Inscr. 1 p. 114; vgl. Andoc. 1, 84; – sich einer Sache befleißigen, sie üben, ἀρετῆς, ἐπιστημῶν, Plat. u. Xen. – Nach den Atticisten ist ἐπιμέλομαι im praes. u. impf. die eigtl. att. Form, die sich aber seltener als die andere findet, wie Her. 1, 98, u. gew. bei ihm; Thuc. 6, 54; Plat. Gorg. 516 b; Xen. Cyr. 8, 8, 8. Die Hes. schwanken in vielen Stellen.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἐπιμελήσομαι ou ἐπιμεληθήσομαι, ao. ἐπεμελήθην, postér. ἐπεμελησάμην, pf. ἐπιμεμέλημαι;
1 avoir soin de, s'occuper de, veiller à : τινος, περί τινος, ὑπέρ τινος prendre soin de qqn ou de qch ; avec ὅπως ou ὡς veiller à ce que ; avec ὅπως μή veiller à ce que … ne;
2 prendre soin d’une chose, être chargé de, diriger, être préposé à, gén.;
3 p. ext. s'occuper de, s'appliquer à, s'exercer à (la pratique d’un art, d’une science, etc.) gén..
Étymologie: ἐπί, μελέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελέομαι: καὶ ἐπιμέλομαι, - τὸ τελευταῖον ἀείποτε παρ’ Ἡρόδ. (1. 98., 2. 174, κτλ), ὡσαύτως καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. (Θουκ. 6. 54., 7. 39, Λυσ. 110. 28, Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ., διωρθώθη δὲ ἁπανταχοῦ ὑπὸ Λ. Δινδορφ. ἐν Ξεν., ἴδε ἐν Κύρ. 1. 2, 10, Ἀπομν. 1. 1, 19· ἀλλὰ τὸ ἐπιμελέομαι ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς ἀντιγράφ. καὶ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Εὐρ. Φοιν. 556: - μέλλ. ἐπιμελήσομαι Ἡρόδ. 5. 29,. Θουκ., κλ. (ὁ τύπος ἐπιμεληθήσομαι εἶναι διάφ. γραφ. ἐν Ξεν Ἀπομν. 2. 7, 8, Αἰσχίν. 57. 39): - ἀόρ. ἐπεμελήθην Ἡρόδ. 8. 109, Θουκ. 8. 68, Ἰσοκρ. 48Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11 (ἐπεμελησάμην μόνον παρὰ μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2802, Γαλην.· ἐν Διοδ. 2. 44 ὁ Βεκκ. ἔγραψεν ἐπιμελομένην): - πρκμ. ἐπιμεμέλημαι Θουκ. 6. 41: Ἀποθ. (μέλομαι). Λαμβάνω φροντίδα τινός, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαι, ἐπιστατῶ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀμελέω, σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Φοιν. 556, συχνὸν παρὰ τοῖς πεζογράφοις· μετὰ γεν. ἀντικειμένου, Ἡρόδ. 1. 98., 5. 29, Ἀριστοφ. Σφ. 154, Πλ. 1117, Θουκ. 3. 25, κτλ.· περί τινος Ξεν. Ἀν. 5. 7, 10· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 12· περί τινα Πλάτ. Μενέξ. 248Ε· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λαμβάνω φροντίδα, φροντίζω ὥστε..., πλὴν καθ’ ὅσον ἀεί τινα ἐπεμέλοντο σφῶν αὐτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς εἶναι Θουκ. 6. 54, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 10· ἢ μετὰ γεν. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν τῷ Οἰκ. 20, 9· ἑπομένου τοῦ ὅπως μεθ’ ὁριστικῆς μέλλοντος ἢ ὑποτακτικῆς ἀόρ., Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2, κτλ. (παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἑλλην. 6. 5, 37 ἀντὶ ὀμόσαιμεν ἀναγίνωσκε ὀμόσωμεν μετὰ τὸ ὧν αὐτοὶ ἐπεμελήθητε ὅρκων ὅπως...)· καὶ ἑπομένου τοῦ ὡς μετ’ εὐκτικῆς (παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου), ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 1, 5, κτλ.· - ὡσαύτως ἐπ. τινὸς ὅπως ἔσται Πλάτ. Εὐθύφρων 2D: - ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ. καὶ αἰτ., προσέχω, λαμβάνω φροντίδα ἐν σχέσει πρός τι, Ἡρόδ. 2. 174, Θουκ. 6. 41, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 4, κτλ. (ἐν Εὐρ. Φοιν. 556 ἡ αἰτ. ἀναφέρεται εἰς τὸ ἔχοντες): - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπιμελεῖσθαι πᾶσαν ἐπιμέλειαν Πλάτ. Πρωτ. 325C: - ἀπολ., δίδω προσοχήν, προσέχω, Ἡρόδ. 2. 2. 2) ἐπὶ δημοσίων ὑπουργημάτων, ἔχω τὴν τήρησιν ἢ τὴν ἐπιστασίαν τινός, εἶμαι ἐπιμελητής τινος, οἷς ὑπὸ τῆς πόλεως... προστέτακται τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐπιμελεῖσθαι Λυσ. 7. 29· τῶν δεκάδων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 14· τοῦ δρόμου ὁ αὐτ. Ἀν. 4. 8, 25· τῶν ἱερῶν Πλάτ. Πολ. 331D· τῶν ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 4011· πρβλ. ἐπιμελητής. 3) ἀσχολοῦμαι ἢ καταγίνομαι εἴς τι ἢ τέχνην τινά, κτλ., δυοῑν τέχναιν Δημ. 823. 10· τῆς μαντικῆς, τοῦ λέγειν δύνασθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 71, κτλ.· περὶ τῆς μουσικῆς Πλάτ. Νόμοι 812Ε· ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Ξεν Κύρ. 1. 6, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.

English (Strong)

middle voice from ἐπί and the same as μέλω; to care for (physically or otherwise): take care of.

English (Thayer)

ἐπιμελοῦμαι, and ἐπιμέλομαι: future ἐπιμελήσομαι; 1st aorist ἐπεμελήθην; with the genitive of the object, to take care of a person or thing (ἐπί denoting direction of the mind toward the object cared for (cf. ἐπί, D. 2)): Herodotus down.)

Greek Monotonic

ἐπιμελέομαι: και -μέλομαι· μέλ. -μελήσομαι, αόρ. αʹ -εμελήθην, παρακ. -μεμέλημαι· αποθ.,
I. αναλαμβάνω την φροντίδα, έχω την επιμέλεια, έχω την επιστασία, τη διοίκηση ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· περί τινος, ὑπέρ τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., φροντίζω ώστε..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. ὅπως, σε Πλάτ.· απόλ., δίνω προσοχή, προσέχω, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι επιμελητής ενός πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελέομαι: и ἐπιμέλομαι (fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)
1) заботиться, иметь попечение (τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.): γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях; ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. проявлять всяческую заботу, прилагать все старания; τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. ухаживать за священными маслинами;
2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.): εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище;
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить (τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.);
4) заниматься, упражняться (τῆς μαντικῆς Xen.; περὶ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.).

Middle Liddell


I. to take care of, have charge of, have the management of a thing, c. gen., Hdt., attic; περί τινος, ὑπέρ τινος Xen.:—c. acc. et inf. to take care that . ., Thuc., etc.; so, ἐπ. ὅπως Plat.:—absol. to give heed, attend, Hdt.
II. in public offices, to be curator of, Xen., Plat.

Chinese

原文音譯:™pimelšomai 誒披-姆累哦買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-照顧
字義溯源:照應,照顧,照料,照管;由(ἐπί)*=在⋯上)與(μέλει / μέλω)*=顧念)組成
同源字:1) (ἐπιμελέομαι)照應 2) (μελετάω)謀算 3) (μέλει / μέλω)顧念
出現次數:總共(3);路(2);提前(1)
譯字彙編
1) 你⋯照應(1) 路10:35;
2) 照管(1) 提前3:5;
3) 照應(1) 路10:34