σύντριμμα

From LSJ
Revision as of 00:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντριμμα Medium diacritics: σύντριμμα Low diacritics: σύντριμμα Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: sýntrimma Transliteration B: syntrimma Transliteration C: syntrimma Beta Code: su/ntrimma

English (LSJ)

ατος, τό, A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346. II affliction, ruin, LXXIs.59.7, Je.3.22. III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N. T.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.

Russian (Dvoretsky)

σύντριμμα: ατος τό
1) щель, трещина: σ. ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2) разрушение (σ. καὶ ταλαιπωρία NT).

Greek (Liddell-Scott)

σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).

English (Strong)

from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.

English (Thayer)

συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.

Chinese

原文音譯:sÚntrimma 尋-特淋馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-磨損
字義溯源:衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自(συντρίβω)=徹底的壓碎),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)。參讀 (ἀπώλεια)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 殘害(1) 羅3:16