ἄμβροτος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον, also η, ον Pi.Fr.75.17, Tim.Fr.7: (v. βροτός):— poet. Adj.
A immortal, divine, of persons as well as things, θεὸς ἄμβροτος Il. 20.358, Od.24.445, Pi.N.10.7; θεά A.Eu.259 (lyr.); ἄμβροτε Φάμα, of an oracle, S.OT158 (lyr.).
2 epithet of all belonging to the gods, αἷμα Il.5.339; ἵπποι 16.381; τεύχεα 17.194, κρήδεμνον Od.5.347; ἱστός 10.222; νύξ 11.330:—also Pythag., = five, Theol.Ar.32.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-η, -ον Tim.4.2; beoc. gen. sg. ἀμβρότυο Corinn.(?) 37.10, compar. ἀμβροτέρα Orph.H.36.9]
I 1que huele a ambrosía, que exhala una fragancia divina, ἔλαιον h.Ven.62, ἄμβροτα δῶρα dones de ambrosía o aceite perfumado divino para realzar la belleza Od.18.191, εἶδαρ h.Ap.127, h.Ven.260
•esp. de los vestidos y objetos de los dioses o regalo de éstos a los hombres, en algunos casos al menos c. ref. a su olor εἵματα Il.16.670, 680, Od.7.265, h.Hom.6.6, h.Ap.184, τεύχεα Il.17.194, 202, κρήδεμνον de Leucótea Od.5.347, ἱστόν de Circe Od.10.222.
2 en gener. divino, maravilloso de la voz de las Musas ὄσσα Hes.Th.43, Μοῦσαι μὲν ... ὑμνεῦσίν ῥα θεῶν δῶρ' ἄμβροτα ἠδ' ἀνθρώπων τλημοσύνας h.Ap.190, ὄψις de los misterios, Ar.Th.1154, ἔγχος del rayo de Zeus, Ar.Au.1749
•subst. ἄμβροτα cosas divinas Emp.B 21.4.
II inmortal de los dioses θεός Il.20.358, 22.9, 24.460, Od.24.445, Hes.Fr.240.10, Διὸς ἀμβρότυο Corinn.(?) 37.10, cf. Pi.N.10.7, θεά A.Eu.259, Μοῦσα Emp.B 131.1, Φάμα S.OT 158, παῖς Hymn.Curet.17, Ζεὺς ἄμβροτος ἔπλετο νύμφη Orph.Fr.21a.4, de Ártemis, Orph.H.36.9
•en rel. c. los dioses: de su sangre Il.5.339, γλάγος ἄ. Ἥρης Nonn.D.40.421, Φιλότητος ... ἄ. ὁρμή Emp.B 35.13
•de la noche y la aurora νύξ Od.11.330, ἄμβροτον ... Ἀο[ῦς] ... φάος B.17.42
•de animales y vegetales divinos ἵπποι Il.16.381, 867, βόες h.Merc.71, λείμακες Lyr.Adesp.8(a).1
•en lit. crist. θεός Synes.Hymn.6.3, de Cristo, Synes.Hymn.7.2, εἶδος Nonn.Par.Eu.Io.21.1.
III entre los pitagóricos el número cinco, Theol.Arith.32.
German (Pape)
[Seite 119] unsterblich (= ἄβροτος, das μ des Wohllautes halber eingeschaltet); fem. ἀμβρότη Pind. fr. 46, νὺξ ἄμβροτος Hom. Od. 11. 330; θεός Iliad. 20, 358. 22, 9. 24, 460 Od. 24, 445; alles was Göttern gehört oder von ihnen herrührt, αἷμα Iliad. 5, 339. 870; εἵματα Iliad. 16, 670. 680 Od. 7, 260. 265. 24, 59; κρήδεμνον Od. 5, 347; τεύχεα Iliad. 17, 194. 202; ἵπποι 16, 381. 867; ἱστός Od. 10, 222; δῶρα Od. 18. 191; Od. 8, 365 ἔνθα δέ μιν Χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, vgl. ἀμβροσία, ἀμβρόσιος; – Od. 11, 330 νὺξ ἄμβροτος, vgl. ἄβροτος, ἀμβρόσιος; – θεός Pind. N. 10, 7; θεῶν πραπίδες I. 7, 30; θεά Aesch. Eum. 249; Ἀθάνα Soph. O. R. 159; φάμα Soph. O. R. 158; ἔπεα Ant. 1121. Bei Sp. Ep. übh. = schön, Anthol.; Mosch. 2, 91 ὀδμή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 immortel, de nature divine;
2 qui concerne les immortels, des dieux;
3 procuré par les dieux : νὺξ ἄμβροτος OD la nuit divine.
Étymologie: ἀ, *μβροτός > βροτός.
Russian (Dvoretsky)
ἄμβροτος: 2, редко 3 Hom., Pind., Trag., Arph., Anth. = ἀμβρόσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμβροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 3. 15, Τιμόθ. Διθ. 5 (ἴδε ἐν λ. μορτός): ― ποιητ. ἐπίθ. ὅμοιον τῷ ἐξ αὐτοῦ ἐπεκταθέντι ἀμβρόσιος, ἀθάνατος, θεῖος, μόνον ὅ,τι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ προσώπων ὡς καὶ ἐπὶ πραγμάτων, θεὸς ἄμβροτος Ἰλ. Υ. 358, Ὀδ. Ω. 444, Πινδ. Ν. 10. 11, θεὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 259 (λυρ.)· ἄμβροτε Φάμα, περὶ τοῦ χρησμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 158 (λυρ.). 2) νὺξ ἄμβροτος, ὅμοιον τῷ ἀμβροσίη νὺξ Ὀδ. Λ. 330: ― ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς πράγ. ἀνήκοντος τοῖς θεοῖς, ἄμβροτον αἷμα Ἰλ. Ε. 339· κρήδεμνον Ὀδ. Ε 347· ἵπποι Ἰλ. Π. 381· τείχεα Ρ. 194, κτλ.: πρβλ. ἄβροτος
English (Autenrieth)
(βροτός): immortal, divine; θεός, Il. 20.358, and like ἀμβρόσιος (αἷμα, τεύχεα, νύξ, Od. 11.330).
English (Slater)
ἄμβροτος, -α -ον immortal Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) ]ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ (Pae. 3.16) λεχέων ἐπ ἀμβρότων[ (Pae. 6.140) τότε βάλλεται, τότ ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16.
Greek Monolingual
ἄμβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος
2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός
3. εξαίσιος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός του ουσ. θεός. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. ἀθάνατος. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από ἀ- στερ και βροτός
παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. a-mŕta-, αβεστ. a-m aša- «αθάνατος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβροτόπωλος.
Greek Monotonic
ἄμβροτος: -ον και -η, -ον (α- στερητικό και βροτός, με παρείσφρηση του μ)·
1. όπως ο επιτετ. τύπος ἀμβρόσιος, αθάνατος, θεϊκός, σε Όμηρ., Αισχύλ.
2. νὺξ ἄμβροτος, όπως το ἀμβροσίη νύξ, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα λέγεται για όλα τα πράγματα που ανήκουν στους θεούς, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[α privat.,, βροτός with μ inserted; like lengthd. form ἀμβρόσιος.]
1. immortal, divine, Hom., Aesch.
2. νὺξ ἄμβροτος, like ἀμβροσίη νύξ, Od.;— then of all things belonging to the gods, Hom.
Léxico de magia
-ον inmortal de Selene ἐνεύχομαί σοι, ... ἄμβροτε, ἐπήκοε a ti te suplico, inmortal, atenta P IV 2270
Translations
Arabic: خَالِد; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяро́тны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἀθάνατος, ἄμβροτος; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: onkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсме́ртний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử