ἴφθιμος
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον (v. infr.), stout, strong, of bodily strength, ὤμοις ἰ. Il.18.204; κρατὶ ἐπ' ἰ. 3.336; ἰ. ποταμῶν 17.749; βοῶν ἴ. κάρηνα 23.260; of heroes, ἴ. ψυχαί, κεφαλαί, 1.3, 11.55; of Hades, Od. 10.534; also, of women, comely, stately, ἰ. βασίλεια 16.332; ἄλοχος Il.5.415, Theoc.17.128; παράκοιτις Od.23.92, etc.; θυγάτηρ 15.364; Πηρώ 11.287: later, generally, strong, powerful, ἰφθίμης φιλότητος D.P.655:—Hom. uses ἰφθίμη of women; but ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, speaking of men. (No ϝ-; prob. not cogn. with ἴς, ἶφι.)
German (Pape)
[Seite 1275] (ἶφι – τιμάω? schlecht von θυμός abgeleitet), 3, auch 2 Endgn, durch seine Kraft in Ansehen stehend, gewaltig; ehrendes Beiwort der homerischen Helden, Il. 23, 511 Od. 4, 365 u. öfter; Hades, Od. 10, 534. 11, 47; neben μέγας u. ἀγαυός, Il. 4, 534; Λύκιοι, 12, 417; ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων Od. 19, 110; μάχεσθαι 16, 244; von einzelnen Theilen des Körpers, κρατὶ ἐπ' ἰφθίμῳ Il. 3, 336, ὦμοι 18, 204, ἰφθίμους κεφαλάς, 11, 55, wie ἴφθιμοι ψυχαί 1, 3, tapfere Seelen, d. i. Seelen der Tapferen; das fem. ἰφθίμη hat Hom. nur bei Frauen, ἄλοχος Il. 5, 415. 19, 116, vgl. Od. 10, 106. 11, 287. 16, 332, in allgemeiner ehrender Bdtg, wacker, tüchtig; βοῶν ἴφθιμα κάρηνα Il. 23, 260; von einem gewaltigen Strome 17, 749. – Sp. D., D. Per. 655 Qu. Sm. 13, 334. – Den superl. ἰφθιμότατος erwähnt Suid.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
1 fort, robuste;
2 p. ext. généreux, courageux, vaillant.
Étymologie: ἶφι.
Russian (Dvoretsky)
ἴφθῑμος: и 2 ἶφι
1 сильный, мощный, могучий (ὦμοι, κράτος, Λύκιοι, βοῶν κάρηνα Hom.; ἀνήρ Hes.);
2 мощный, бурный, стремительный (ποταμοί Hom.);
3 властный, грозный (Ἀΐδης Hom., Hes.; βασιλεύς Theocr.);
4 доблестный, славный (ψυχαὶ ἡρώων, ἄλοχος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἴφθῑμος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ἶφι, ἴφιος)· ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἐπὶ σωματικῆς ῥώμης· ἑπομένως: ὤμοις ἴφθ. Ἰλ. Σ. 204· κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην… ἔθηκεν Γ. 336· ἰφθίμων ποταμῶν... ῥέεθρα Ρ. 749· βοῶν ἰφθ. κάρηνα Σ. 23· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον ἡρώων, Γ. 336, Σ. 204, κτλ.· καὶ οὕτως, ἴφθ. ψυχαί, κεφαλαὶ Α. 3, Λ. 55· ἐπὶ τοῦ Ἅδου, Ὀδ. Κ. 534, Λ. 47: ― οὕτω καὶ ἐπὶ γυναικῶν, εὔρωστος, εὐπρεπής, οἵα πρέπει νὰ εἶναι ἡ γυνὴ ἥρωος (ὅρα Ὀδ. Κ. 105, 106)· ἰφθ. βασίλεια Π. 332· ἄλοχος, παράκοιτις Ἰλ. Ε. 415, Ὀδ. Ψ. 92, κτλ.· θυγάτηρ Ο. 364· ἰφθίμην Πηρὼ Λ. 287. ― Ὁσάκις ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ γυναικῶν, μεταχειρίζεται τὴν κατάληξιν τοῦ θηλ. ἰφθίμη· ἀλλὰ λέγει ἴφθιμοι ψυχαί, κεφαλαί, προκειμένου περὶ ἀνδρῶν.
Greek Monolingual
ἴφθιμος, -ον, θηλ. και -η (Α)
1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος
2. (για γυναίκες) α) εύρωστη
β) ευπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση της λ. με τους τ. ἴς, ἴφι].
Greek Monotonic
ἴφθῑμος: -η, -ον ή -ος, -ον (ἶφι, ἴφιος), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις γυναίκες, εύρωστη, ευπρεπής, κόσμια, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: powerful, strong, vigilant (Hom., Theoc., D. P.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: -Uncertain because the meaning is uncertain (as are ἐρῆμος, ἑτοῖμος, s. vv.). The abcence of a digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 143) makes connection with ἴς, ἶφι improbable. Kuiper Glotta 21, 289ff. and ZII 8, 249f. connected φθάνω and (with Collitz BB 18, 226ff.) Skt. kṣáyati possess, dominate; s. the doubts in Schwyzer 326 n. 1. Prob. a Pre-Greek word.
Middle Liddell
ἴφθῑμος, η, ον [ἶφι, ἴφιος
stout, strong, stalwart, Il.:—of women, comely, goodly, Hom.
Frisk Etymology German
ἴφθιμος: {íphthimos}
Meaning: etwa kräftig, stark, wacker (Hom., Theok., D. P.).
Etymology : Schon wegen der unsicheren Bedeutung etymologisch schwer bestimmbar (ebenso die gleichgebildeten ἐρῆμος, ἑτοῖμος, s. dd.). Das Fehlen des Digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 143) macht Anschluß an ἴς, ἶφι sehr unwahrscheinlich. Nach Kuiper Glotta 21, 289ff. und ZII 8, 249f. zu φθάνω und (mit Collitz BB 18, 226ff.) zu aind. kṣáyati besitzen, beherrschen; s. die Bedenken bei Schwyzer 326 A. 1.
Page 1,745
Translations
comely
Bulgarian: миловиден; Czech: pohledný, hezký, sličný, půvabný, spanilý; Dutch: bevallig; French: avenant; German: hübsch, ansehnlich; Greek: ελκυστικός, θελκτικός, όμορφος, τραβηχτικός; Ancient Greek: εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, ἰδανός, ἴφθιμος; Hungarian: kedves, kellemes, csinos; Irish: córach, cuanna, cumaí, cumtha, daite, dathúil, dea-chumtha, dreachúil, gnaíúil, lachanta, leacanta, maisiúil, slachtmhar, sochraidh, spéisiúil; Latin: venustus; Polish: urodziwy; Portuguese: lindo, atraente; Romanian: plăcut, drăguț; Russian: пригожий; Spanish: lindo