ἀκρόδρυα
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
τά, prop.
A fruits grown on upper branches of trees, esp. hard-shelled fruits, opp. ὀπώρα, Hp.Aff.61, Arist.HA606b2, cf. Gp. 10.74.2, Ath.2.52a; also, fruits generally, Glaucides ap.eund.3.81a, Arist.Pr.930b26, PPetr.3p.196 (iii B. C.), PAvrom.1 A13 (i B. C.), Plu.Alex.23; μάζῃ καὶ τοῖς ἀ. ἀρκούμενοι Epicur.Fr.466.
2 trees which produce such fruits, Pl.Criti.115b, X.Oec.19.12, Thphr. CP 6.11.2; φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15:—fruit-trees in general (incl. vine and olive), Thphr. HP 4.4.11. (Sg. in AP9.555 (Crin.), Ath.2.49e; cf. ἀκρόδρυον· πλῆρες μέτρον (Tarent.), Hsch.)
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Grafía: graf. ἀγρ- PLond.163.17 (I d.C.) en BL 1.260, ἀγροτρυ- PSI 1328.40 (III d.C.)
• Morfología: [tb. sg. -δρυον Cyr.Al.M.70.1296B]
I 1op. ὀπώρα (uvas, higos, olivas) frutos de cáscara dura (bellotas, nueces, etc.), Hp.Aff.61, Arist.HA 606b2, Pr.930b26, Gp.10.74.2, cf. Ath.52a.
2 fruta op. λάχανα Tz.ad Hes.3.58 (= Democr.B 5.3), Hp.Hum.16, PPetr.3.70a.2.12 (III a.C.), Glauci.163, D.C.76.12.1, POxy.2723.12 (III d.C.), Hdn.Philet.94, ἕκτη ἀκροδρύων impuesto consistente en la sexta parte de las cosechas frutales a pagar en dinero SB 9794.2 (II a.C.).
II árboles frutales Pl.Criti.115b, X.Oec.19.12, Thphr.CP 6.11.2, HP 4.4.11, D.53.15, PDura 15a.1 (II a.C.), 25.27 (II d.C.), PHarris 137.12 (II d.C.)
•vides, PAvrom.1A.13 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 83] τά, 1) Fruchtbäume, Xen. συκῆ καὶ τὰ ἄλλα ἀκρ. Oec. 19, 12; Plat. Crit. 115 b. – 2) Obst (πᾶσα ὀπώρα Herodian.; πάντες οἱ τῶν δένδρων καρποί Suid.), bes. mit holziger Schale (Geop. ὅσα ἔξωθεν ἔχει κέλυφος, οἷον ῥοιά, πιστάκια, κάστανα). Arist. H. A. 8, 28 vrbdt οὔτ' ἀκρ. οὔτ' ὀπώρα, aber bei Ath. III, 20 (81 A) sind μῆλα κυδώνια ἄριστα τῶν ἀκρ.; Pallad. 21 (IX, 377) χλωρά; sonst Plut. u. Luc.; der sing. ist selten, Crinag. 23 (IX, 555); Ath. II, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόδρυα: τά, ὀπωροφόρα δένδρα, Πλάτ. Κριτί. 115Β, Ξεν. Οἰκ. 19. 12. ΙΙ. ὀπῶραι, καρποί, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 8˙ πρβλ. 22. 8˙ - κατὰ τὸ Γεωπ. 10. 74, κυρίως ἐπὶ ὀπωρῶν ἐχουσῶν τραχὺ ἢ σκληρὸν τὸ κέλυφος, οἷα αἱ βάλανοι, τὰ κάστανα, οὕτω δρυὸς ἄκρα, παρὰ Θεοκρ. 15. 112: - τὸ ἑνικ. εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. 9. 555, Ἀθήν. 49Ε.
Greek Monolingual
τα (Α ἀκρόδρυα) Ν και ακρόδυα
1. καρποί φυλλωδών φυτών, που όταν ωριμάζουν έχουν κέλυφος (αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ.), σε αντίθεση με τις οπώρες
2. τα δέντρα που παράγουν αυτούς τους καρπούς, αλλά και γενικά κάθε οπωροφόρο
αρχ.
οι καρποί που γίνονται στα υψηλότερα κλαδιά τών δέντρων και, γενικά, κάθε είδος καρπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δρῦς.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρόδυα].
Greek Monotonic
ἀκρόδρυα: τά (δρῦς),
I. οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Ξεν.
II. φρούτα, καρποί, σε Αριστ. Ο ενικ. απαντά σε Ανθ.
Middle Liddell
δρῦς [The sg. occurs in Anth.]
I. fruit-trees, Xen.
II. fruits, Arist.