ἐπιεικτός

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιεικτός Medium diacritics: ἐπιεικτός Low diacritics: επιεικτός Capitals: ΕΠΙΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: epieiktós Transliteration B: epieiktos Transliteration C: epieiktos Beta Code: e)pieikto/s

English (LSJ)

ἐπιεικτή, ἐπιεικτόν,
A yielding, Ep. word, in Hom. always with neg., σθένος οὐκ ἐ. unyielding, dauntless might, Il.8.32; μένος ἔμπεδον οὐδ' ἐ. Od.19.493; μένος.. ἀάσχετον, οὐκ ἐ. Il.5.892; πένθος ἄσχετον, οὐκ ἐ. ceaseless, 16.549.
2. ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτά not tolerable, Od.8.307; ὀστέον οὐκ ἐ. Opp.H.1.526.
3. permissible, οὐκ ἐπιεικτὰ ζητῶν Anon.Incred.15(14) = Luc.Astr.15: c. dat., befitting, βροτοῖσιν Man.6.402.

German (Pape)

[Seite 940] (εἴκω), nachgebend, nachgiebig, immer mit der negat., μένος οὐκ ἐπιεικτόν, d. i. unbezwinglich, Il. 5, 892 Od. 19, 493; σθένος Il. 8, 32; auch πένθος, 16, 549; ὀστέον οὐκ ἐπ. Opp. H. 1, 625; Od. 8, 307 ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτά, arge, unerträgliche Dinge.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
convenable, traitable touj. avec la nég. : οὐκ ἐπιεικτός;
1 intraitable, indomptable;
2 intolérable.
Étymologie: ἐπί, *εἴκω.

English (Autenrieth)

3 (ϝείκω): yielding, always w. neg., μένος οὐκ ἐπιεικτόν, ‘unyielding,’ ‘steadfast,’ Od. 19.493, Il. 5.892 ; σθένος, ‘invincible,’ Il. 16.549 ; ἔργα, ‘unendurable,’ i. e. to which one must not yield, Od. 8.307.

Greek Monolingual

ἐπιεικτός, -ή, -όν και ἐπίεικτος, -ον (Α)
1. ενδοτικός, υποχωρητικόςμένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.)
2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.)
3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικ-τός (< είκω «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»)].

Greek Monotonic

ἐπιεικτός: -ή, -όν (εἴκω), συγκαταβατικός, υποχωρητικός· με άρνηση, ανυποχώρητος, ανένδοτος, ακλόνητος, άκαμπτος, σε Όμηρ.· ἔργα οὐκ ἐπιεικτά, ανένδοτα, σκληρά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιεικτός: уступающий, податливый (только с отриц.): σθένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. неодолимая сила; μένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. неукротимый пыл; πένθος οὐκ ἐπιεικτον Hom. безысходная скорбь; ἔργα οὐκ ἐπιεικτά Hom. возмутительные дела.

Middle Liddell

ἐπι-εικτός, ή, όν εἴκω
yielding: with negat. unyielding, unflinching, Hom.; ἔργα οὐκ ἐπιεικτά not yielding, harsh, Od.