συνέπομαι
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
A fut. -έψομαι Pl.Ti.53c: aor. -εσπόμην (v.infr.):—follow along with, accompany, σὺν δ' ὁ θρασὺς εἵπετ' Ὀδυσσεύς (where however σύν may be an Adv.) Od.10.436, cf. Hdt.7.39, Th.1.60, X.An.3.1.2, etc.; σ. τινί A.Ag.955, Hdt.5.47, Theophrastus Vent.47, etc.; ποίμναις.. συνειπόμην used to follow the flocks, i.e. tend them, S.OT1125; οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο (thy fortunes) remained not constant to thy life, ib.1523 (troch.); ταῦρος ἄντυγι ξ. kept pace with, it, E.Hipp. 1231; τῷ χρόνῳ σ. Pl.Lg.721c.
2 comply or be in accordance with, τῷ νόμῳ συνεπόμενος ib.916d; τοῖς ἀποβαίνουσιν Arist.EN1127a4; μετὰ δεδοκιμασμένου μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν Th.3.38; τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ σ. ministering to the taste of the bees, Pl.Lg.843d.
3 of things, μουσικῇ συνεπόμεναι τέχναι the arts attendant on music, Id.Phlb.56c; τὰ τούτοις συνεπόμενα the consequences of these, Id.Lg. 679e, cf. 706a, Ti.52d: also c. gen., ὁπόσα τούτων συνεπόμενα εἴπομεν Id.Lg.899c.
4 σ. τῷ λόγῳ follow the argument to its consequences, ib.695c: abs., συνέπομαι I follow, i.e. understand, you, Id.Sph. 238e; συνέψεσθε Id.Ti.53c.
German (Pape)
[Seite 1019] (s. ἕπω), mit od. zugleich folgen; ποίμναις, Soph. O. R. 1125; u. übertr., 1523; ἐμοὶ ξυνέσπετο, Aesch. Ag. 929; ἄντυγι ξυνείπετο, Eur. Hipp. 1231; in Prosa: Her. 5, 47. 8, 103; Thuc. 3, 38 u. öfter; καὶ ὅσα τούτοις ἄλλα πάθη ξυνέπεται, Plat. Tim. 52, d, u. öfter; fut., Legg. IV, 721 c; ὅτῳ ἂν καλόν τι ξυνέσπηται, ib. 706 a, wie Xen.; auch übrtr., geistig folgen können, begreifen, verstehen, τῷ λόγῳ, Plat. Legg. III, 695 c; das partic. auch c. gen., ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν, die Folgen, Legg. X, 899 c.
French (Bailly abrégé)
impf. συνειπόμην, f. συνέψομαι, ao.2 συνεσπόμην;
I. suivre pas à pas, accompagner côte à côte, τινι;
II. fig. 1 suivre la marche de, saisir, comprendre (un argument, un raisonnement) τινι;
2 se laisser convaincre ; obéir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἕπομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έπομαι, Att. ook ξυνέπομαι volgen, met dat.: meegaan (met), begeleiden, vergezellen; van personen; αὕτη... ἐμοὶ ξυνέσπετο zij is met me meegekomen Aeschl. Ag. 955; van zaken; ἁκράτησας οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο wat je had gewonnen is niet je leven lang bij je gebleven Soph. OT 1523; gelijk opgaan met:. ταῦρος... ἄντυγι ξυνείπετο de stier ging gelijk op met de wagen Eur. Hipp. 1231. gehoorzamen, zich houden aan:; τῷ νόμῳ σ. de wet volgen Plat. Lg. 916d; ook met μετά + gen.. μετὰ δεδοκιμασμένου ( sc. λόγου )... μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν niet bereid zijn een beproefd argument te volgen Thuc. 3.38. samenhangen met, voortvloeien uit, de consequentie zijn van; subst. τὰ συνεπόμενα de gevolgen, met gen. of dat. van iets. begrijpen, met dat.; ook abs.. συνέπῃ; kun je het volgen? Plat. Sph. 238e.
Russian (Dvoretsky)
συνέπομαι: (impf. συνειπόμην, fut. συνέψομαι, aor. 2 συνεσπόμην - conjct. συνέσπωμαι)
1 идти вслед, следовать, сопровождать (τινι Her., Aesch., Arst., NT): ποίμναις ξ. Soph. ходить за стадами, т. е. пасти стада; γένος ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ξυνέπεται καὶ συνέψεται Plat. род человеческий развивается и будет развиваться вместе с временем; ξ. τινι τῷ βίῳ Soph. следовать за кем-л. в жизни, т. е. всегда быть верным кому-л.; ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν Plat. то, что мы высказали вслед за этим; αἱ μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι Plat. подобные музыке искусства; σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за развитием рассказа;
2 следовать, повиноваться (τῷ νόμῳ Plat.);
3 следовать, вытекать, быть последствием (ὅσα ἄλλα τούτοις συνέπεται Plat.);
4 следить за ходом мысли, т. е. улавливать, понимать: ξυνέπει; - Ξυνέπομαι Plat. понимаешь? - Понимаю.
English (Strong)
middle voice from σύν and a primary hepo (to follow); to attend (travel) in company with: accompany.
English (Thayer)
imperfect συνειπομην; from Homer down; to follow with, to accompany: τίνι, one, Acts 20:4.
Greek Monolingual
ΜΑ ἕπομαι
1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν.
β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.)
2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον
αρχ.
1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῖστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.)
2. (σχετικά με διατάξεις, επιταγές, ευχές ή επιθυμίες) εφαρμόζω («τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος», Πλάτ.)
3. παρακολουθώ τη σκέψη κάποιου, αντιλαμβάνομαι το νόημα («ξυνέπομαί πως», Σοφ.)
4. φρ. α) «συνέπεσθαι τῷ λόγῳ» — παρακολουθώ τον συλλογισμό κάποιου (Πλάτ.)
β) «τὰ τούτοις συνεπόμενα» — τα επακόλουθα τους, τα αποτελέσματά τους (Πλάτ.).
Greek Monotonic
συνέπομαι: αόρ. βʹ -εσπόμην· αποθ.·
1. ακολουθώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλον, ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω μαζί με άλλους, απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο, η τύχη δεν παρέμεινε σταθερή στη ζωή σου, δεν σε ακολούθησε, σε Σοφ.
2. συνέπομαι τῷ λόγῳ, παρακολουθώ τον λόγο μέχρι τα αποτελέσματά του, σε Πλάτ.· απόλ., ξυνέπομαι, παρακολουθώ, δηλ. εννοώ, καταλαβαίνω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπομαι: ἀόρ. -εσπόμην· ἀποθ. Ἀκολουθῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς (ἔνθα ὅμως τὸ σὺν δύναται νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς ἐπίρρ.), Ὀδ. Κ. 436, πρβλ. Θουκ. 1. 60, Ξεν., κλπ.· σ. τινι Ἡρόδ. 5. 57., 7. 39, Αἰσχύλ. Ἀγ. 955, κτλ.· ποίμναις… ξυνειπόμην, ἠκολούθουν τὰ ποίμνια, δηλ. ἐποίμαινον αὐτά, Σοφ. Ο. Τ. 1125· οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο (ἡ τύχη), δὲν διέμεινε σταθερὰ εἰς τὸν βίον σου, αὐτόθι 1523· (ταῦρος) σιγῇ πελάζων ἄντυγι ξυνείπετο, ἠκολούθει ἐκ τοῦ πλησίον (μηδόλως ὑπολειπόμενος), Εὐρ. Ἱππ. 1231· οὕτω, τῷ χρόνῳ ξ. Πλάτ. Νομ. 721C. 2) συμφωνῶ, εἶμαι σύμφωνος, τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος αὐτόθι 916D· μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν Θουκ. 3. 38. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι, αἱ παρακολουθοῦσαι τὴν μουσικήν, Πλάτ. Φίληβ. 56C· τὰ τούτοις ξυνεπόμενα, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα τούτων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 679Ε, πρβλ. 760Α, Φίληβ. 24D, Τίμ. 52D· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν., ὡς τὸ Λατιν. consequentia, ὅσαπερ τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 899C. 4) σ. τῷ λόγῳ, παρακολουθῶ τὸν λόγον μέχρι τῶν ἀποτελεσμάτων του, αὐτόθι 695C· σ. τοῖς ἀποβαίνουσι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 12· ― ἀπολ., ξυνέπομαι, ἀκολουθῶ, δηλ. σὲ ἐννοῶ, Πλάτ. Σοφ. 238Ε· συνέψεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 53C. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 857.
Middle Liddell
aor2 -εσπόμην
Dep.
1. to follow along with, follow closely, absol., Od., Thuc., etc.; c. dat., Hdt., etc.; οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο (thy fortunes) remained not constant to thy life, Soph.
2. ς. τῷ λόγῳ to follow the argument to its consequences, Plat.: —absol., ξυνέπομαι I follow, i. e. understand, Plat.
Chinese
原文音譯:sunšpomai 尋-誒坡買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-提出(說話)
字義溯源:同去,同,同伴;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(λέγω)Y*=跟隨)組成。參讀 (προπέμπω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 同(1) 徒20:4