κατασκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 06:55, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκεδάννῡμι Medium diacritics: κατασκεδάννυμι Low diacritics: κατασκεδάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataskedánnymi Transliteration B: kataskedannymi Transliteration C: kataskedannymi Beta Code: kataskeda/nnumi

English (LSJ)

and κατασκεδαννύω (D.54.4 codd.), Att. A fut. -σκεδῶ Antiph.25:—scatter, pour upon or over, κατάχυσμα… κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας D. l.c.: usually c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας D.18.50; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c; λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2, etc.
2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap.18c:—Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min.320d; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) Lys.10.23; τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7.
3 Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.).
4 overthrow, destroy, IG12(9).1179.9 (Euboea).

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.

French (Bailly abrégé)

f. κατασκεδάσω, att. κατασκεδῶ;
1 répandre sur : τί τινος qch sur qqn ; fig. φήμην τινός PLAT, ὕβριν τινός PLUT répandre un bruit (ou un outrage) sur le compte de qqn;
2 répandre en gén. : κατεσκέδασται λόγος ἐν τῇ πόλει LYS un bruit s'est répandu dans la ville;
Moy. κατασκεδάννυμαι répandre qch à soi : κέρας XÉN répandre sa coupe sur.
Étymologie: κατά, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

κατασκεδάννυμι και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α)
1. διασκορπίζω, διασπείρω
2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.)
3. διαδίδω φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

κατασκεδάννῡμι: και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],
I. 1. διασκορπίζω ή περιχύνω, τικατά τινος, σε Αριστοφ.· επίσης, τί τινος, σε Δημ. κ.λπ.
2. κ. φήμην, διαδίδω φήμη εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.
3. Μέσ., περιχύνω ή ραντίζω τριγύρω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατασκεδάννυμι: и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. κατασκεδῶ)
1 разливать, выливать (θερμόν τι κατά τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ κέρας Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;
2 распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ οὗτοςλόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);
3 перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σκεδάννυμι uitgieten (over), verspreiden (over), met acc. en gen.:; κατάχυσμα... κατεσκέδασαν θερμόν... ὑμῶν zij hebben een hete saus over jullie uitgegoten Aristoph. Av. 536; ook overdr.:; ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς ἑαυτοῦ... κατασκεδάσας door de rotzooi van zijn eigen slechtheid over mij uit te storten Dem. 18.50; spec. van geruchten, roddels over/ten nadele van iem.; ook pass.: ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω het gerucht gaat over Minos Plat. Min. 320d.

Middle Liddell

and -ύω fut. -σκεδάσω
1. to scatter, or pour upon or over, τι κατά τινος Ar.; also τί τινος, Dem., etc.
2. κ. φήμην to spread a report against one, Plat.
3. Mid. to pour or sprinkle about, Xen.