проникать
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Russian > Greek
ἀκοντίζω, ἀντεπεισφέρομαι, διαδίδωμι, διαδύομαι, διαπεράω, διατρέχω, διεκπεράω, διέχω, διήκω, δύνω, ἐγχρώζω, ἐγχρώννυμι, εἰσαμείβω, εἰσδύνω, εἰσέρρω, εἰσέρχομαι, εἰσέχω, εἰσικνέομαι, εἰσκρίνομαι, εἰσοικίζω, ἐκρήγνυμι, ἐνδύνω, ἐνδύω, ἐνειλέω, ἐνέχω, ἐνοικειόω, ἐπεισδύω, ἐπέξειμι, ἐπιπίπτω, ἑρπύζω, ἐσδύνω, ἐσέρχομαι, ἐσέχω, ἐσικνέομαι, ἐσοικίζω, καθάπτω, καταδύω, παραρρέω, παρεισδύομαι, περαίνω, περάω, προδιέρχομαι, προσβάλλω, προσεμβάλλω, προσφύομαι, στάζω, συνδιηθέομαι, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, ὑπέρχομαι, ὑπορρέω, ὑποτρέχω