ἠλιθιότης

From LSJ
Revision as of 16:39, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thorheit" to "Torheit")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐότης Medium diacritics: ἠλιθιότης Low diacritics: ηλιθιότης Capitals: ΗΛΙΘΙΟΤΗΣ
Transliteration A: ēlithiótēs Transliteration B: ēlithiotēs Transliteration C: ilithiotis Beta Code: h)liqio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, folly, foolishness, silliness, stupidity, Cratin.188, Pl.R. 560d, al., Phld.Rh.1.249 S., etc.; γνώμης Them.Or.1.11d.

German (Pape)

[Seite 1161] ητος, ἡ, Torheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
stupidité.
Étymologie: ἠλίθιος.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος ἡ безрассудство, глупость Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος, ἡ, μωρία, ἀνοησία, Κρατῖν, Πυτ. 9, Πλάτ. Πολ. 560D κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος, ἡ, μωρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἠλῐθιότης, ἠλῐθιότητος, [from ἠλίθιος
folly, silliness, Plat.

English (Woodhouse)

folly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

stupidity

Arabic: غَبَاء‎, غَبَاوَة‎, بَلَاهَة‎; Hijazi Arabic: غباء‎, تَخَلُّف‎, بلاهة‎, هبالة‎; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: stomheid, domheid; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: stupidité; German: Dummheit; Greek: ανοησία, βλακεία, ηλιθιότητα, κουταμάρα, μωρία, μωρότητα, χαζομάρα; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη, ἀλοσύνα, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀναισθησία, ἀναισθησίη, ἀνοησία, ἀνοητία, ἄνοια, ἀνοίη, ἀξυνεσία, ἀξυνεσίη, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαρακολουθησία, ἁπλότης, ἀποπληξία, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσυνεσία, ἀφραδίη, ἀφρόνευσις, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἀχαριότης, βλακεία, ἐμβροντησία, ἐμπληξία, ἐνεότης, ἐξηχία, ἐρεσχελία, ἠλιθιότης, ἠλοσύνη, κακοφροσύνη, κόρυζα, μωρία, τὸ ἀναίσθητον, τὸ ἄφρον, φλυαρία, φλύαρος, φλύος; Hungarian: butaság; Italian: asinata, stupidaggine, fesseria; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: estupidez, burrice; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: глупость, тупость, дурость; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: estupidez, burricie, tontería, idiotez, cretinez, bobada, necedad, simpleza, memez, bobería, estulticia, majadería, sandez; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup